Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2017

Συναξάρι των πόλεων...(ή λόγος περί αλλαγής φύλου)



Σήμερα το απόγευμα την ώρα που πήγαινε ο ήλιο να χαθεί πάνω από την πόλη θέλησα να πάω έναν μικρό περίπατο εδώ στη γειτονιά μου. Άρχισα να κατεβαίνω προς το σταθμό των τραίνων. Ο δρόμος με έφερε μπροστά από την εκκλησία των Αγίων Πάντων. Είχα πολλά χρόνια να μπω μέσα. Ας ανάψω σκέφτηκα ένα κερί. Η εκκλησία άδεια και μόνο τα καντήλια και η μυρωδιά από το καμένο λιβάνι έκαναν την ατμόσφαιρα να είναι αλλιώτικη από εκείνη του δρόμου εκεί έξω. Κάθησα λίγο σε ένα στασίδι και είπα μερικές κουβέντες προσευχής, 

Φεύγοντας μέσα στο ημίφως είδα μια φιγούρα που με παρατηρούσε. Κοίταξα καλύτερα. Ένα πρόσωπο γνωστό, μα πολύ πιο γερασμένο από τότε που το θυμάμαι. Ο πατήρ Κωνσταντίνος για χρόνια πολλά εφημέριος του ναού. Πήγα κοντά του κι έσκυψα να του φιλήσω το χέρι. Δεν με άφησε. Του είπα πως τον θυμάμαι παιδί όταν λειτουργούσε και μίλαγε. Τον θαύμαζα και σκεφτόμουν τη στιγμή που θα γίνω σαν εκείνον. Το πρόσωπο του παππούλη ήταν τόσο γαλήνιο και τόσο γελαστό. Με πήρε από το χέρι και με οδήγησε έξω από την εκκλησία. Καθήσαμε σε ένα παγκάκι. 

"Εδώ έξω πρέπει να είμαστε οι παπάδες γιε μου. Στον κόσμο που τρέχει από το πρωί ίσαμε τη νύχτα. Να τους χαμογελάμε και να τους ευλογάμε να έχουν κουράγιο". Ολόκληρο το ευαγγέλιο του Χριστού σε μια κουβέντα. Το ωραιότερο κήρυγμα σε ένα παγκάκι. Είπαμε πολλά με τον παππού. Θυμηθήκαμε τον π. Ευγένιο, τον δεσπότη μας το Δινύσιο κι άλλους πολλούς. Έφτασε η κουβέντα και στο νόμο για την αλλαγή φύλου. "Άκου γιε μου. Όλοι οι άνθρωποι έχουμε το σταυρό μας. Κι όλοι παιδιά του Θεού είμαστε. Μακάρι οι νόμοι να άλλαζαν το μυαλό του κόσμου. Παιδεία θέλει ο κόσμος για να δείξει σέβας στον άλλο. Θα σου πω μια δική μου ιστορία. Μια μέρα καθόμουν πάλι εδω σε τούτο το παγκάκι. Δίπλα καθόταν μια παρέα από αγόρια. Σε λίγο από μπροστά μας πέρασε ο Βασίλης. Το Βασιλάκι τον ήξερα από μωρό σαράντα ημερών. Μου τον είχε φέρει η μάνα του να τον σαραντίσω. Καλό παιδί. Ικανός και έξυπνος. Από παιδάκι καταλάβαινες πως ετούτο μέσα του κρύβει ένα κορίτσι. Η φωνή, οι κινήσεις ακόμη και ο χαρακτήρας ήταν αλλιώτικος από των άλλων αγοριών. 

Κάποια μέρα ήρθε και μου μίλησε. Κόντευε τα 14. Έκλαιγε συνέχεια. Δεν το θελε αλλά δεν μπορούσε αλλιώς. Δεν ήθελε να είναι αγόρι. Βαρέθηκε να τον κοροϊδεύουν. Τον άφησα να τα πεί όλα. Να κλάψει όση ώρα ήθελε. Δεν είπα τίποτα εγώ. Μόνο να έρχεται και να μου μιλάει του ζήτησα. 

Πέρασαν τα χρόνια κι ο Βασίλης είχε κάνει την επιλογή του μια για πάντα. Γυναικείο ντύσιμο, γυναικείο όνομα. Χαθήκαμε. Είχε φύγει για πολλά χρόνια από την πόλη. Γύρισε όταν πια η μάνα του έπεσε στο κρεβάτι κι έπρεπε να της σταθεί. 

Η παρέα των αγοριών που μάλλον την ήξεραν, όταν την είδαν να περνάει άρχισαν τα γνωστά δήθεν αντρικά. Εκείνη δεν γύρισε να κοιτάξει και συνέχισε να περπατά. Τα βλέματα μας διασταυρώθηκαν. "Μη δίνεις σημασία. Κι εμένα με κορόϊδευαν επειδή έγινα παπάς. Γιατί ήμουν διαφορετικός από εκείνους. Όπως είσαι κι εσύ χαρά μου". Ήρθε να μου φιλήσει το χέρι. "Τα παιδιά φιλάνε τον πατέρα τους στο μάγουλο" της είπα και αγκαλιαστήκαμε εκεί μπροστά στο δρόμο, με την παρέα των αγοριών να έχουν χάσει τη λαλιά τους". Τι να τον κάνω εγώ γιε μου τον νόμο του Κράτους, όταν είμαι απαίδευτος και αγροίκος. 

Έφυγα, έχοντας την αίσθηση πως κάπως έτσι θα είναι οι ιστορίες σε ένα σύγχρονο συναξάρι των πόλεων...

Δεν υπάρχουν σχόλια: