Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΣΤΟ ΔΥΤΙΚΟ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ (ΟΜΙΛΙΑ ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟ ΛΟΝΔΙΝΟΥ)

Πριν από οτιδήποτε άλλο και στην αρχή αυτής της ομιλίας θα ήθελα πρωτίστως να ευχαριστήσω θερμά τον Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας κ। Γρηγόριο, τον γεραρό ποιμενάρχη και δεξιό οιακοστρόφο της ιστορικής αυτής επαρχίας του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου, ο οποίος έδωσε την ευλογία του , ώστε να έχω σήμερα αυτή την ιδιαίτερη χαρά της κοινωνίας μαζί σας, αμέσως μετά το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας που τελέσαμε όλοι μαζί στον όμορφο ναό του Αγίου Γεωργίου। Ευχαριστίες επίσης και στον αδερφό και φίλο πανοσιολογιώτατο αρχιμανδρίτη π. Αιμιλιανό Παπαδάκη, ιερατικώς προϊστάμενο της Ενορίας Αγίου Γεωργίου Kingston καθώς επίσης και στον Πρόεδρο κ. Σάββα Καραγιάννη και τα αξιότιμα μέλη του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου της Ενορίας, όπως επίσης και όλους εσάς οι οποίοι είστε σήμερα παρόντες σε αυτήν την σύναξη.

Πανοσιολογιώτατε, κυρίες και κύριοι,

Σε μια εποχή αλλαγών και ανακατατάξεων των περισσοτέρων παραδοσιακών δομών, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, η Ορθόδοξη χριστιανική παράδοση για μια ακόμη φορά καλείται να δώσει τη δική της μαρτυρία στους εγγύς και στους μακράν ή ακόμη καλύτερα να δώσει απαντήσεις στα δεκάδες υπαρξιακά προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου.
Τι είναι όμως αυτό που σχεδόν καθημερινά ονοματίζουμε ως Ορθόδοξη παράδοση; Η περιήγηση στην ιστορία των λέξεων ορθόδοξος, ορθοδοξία δείχνει ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν εξ αρχής ως διατυπώσεις μιας αξίωσης ορθότητας και υπεροχής σε σχέση με τα άλλα χριστιανικά δόγματα. Η λέξη ορθοδοξία προέρχεται από το ορθό(ς) + δόξα. Οι όροι αυτοί αρχικά χρησιμοποιήθηκαν με αξιολογική σημασία για να αναφερθούν όχι σε ορισμένο δογματικό σύστημα, αλλά στη σωστή άποψη περί πίστεως, άρα τον σωστό τρόπο πίστεως. Στον Κύριλλο Αλεξανδρείας διαβάζουμε για τον βίο του Αγίου Σάββα : «Λαμπρά του πεφωτισμένου πατρός ημών Σάββα τα θεία χαρίσματα, η μεν γαρ πολιτεία ένδοξος, ο δε βίος ενάρετος και η πίστις ορθόδοξος». Στην πορεία όμως κι ενώ η Εκκλησία έχει σταματήσει να διώκεται μετά την υπογραφή του διατάγματος των Μεδιολάνων το 314 , λόγω των αναφυόμενων αιρέσεων αναγκάζεται να γίνει απολογητική κι έτσι οι λέξεις ορθόδοξος και ορθοδοξία χρησιμοποιήθηκαν για να περιγράψουν την ορθόδοξη διδασκαλία ως δογματικό σύστημα και ως τρόπο ζωής σε αντιδιαστολή με τις ποικίλες και διαφορετικές αιρέσεις και κακοδοξίες που αναφάνηκαν. Στο σημείο ακριβώς αυτό γίνεται η κρίσιμη ταύτιση του καθαρά αξιολογικού με το απολογητικό ορθόδοξος / ορθοδοξία. Με το σχίσμα του 1054 και τον χωρισμό της Δυτικής και Ανατολικής Εκκλησίας επέρχεται η οριστική ταύτιση των όρων ορθοδοξία/ορθόδοξος, με πολύ συγκεκριμένο εκκλησιαστικό σώμα, όχι πια σε αντιδιαστολή με τους αιρετικούς ή κακόδοξους γενικά, αλλά τους σχισματικούς. Έκτοτε η ονομασία Ορθόδοξη Εκκλησία (που συχνά αλλά όχι πάντα εξειδικεύεται με τον προσδιορισμό Ανατολική) δίνεται στο τμήμα του χριστιανισμού που ως προς το δόγμα και την εκκλησιαστική πράξη αντιδιαστέλλεται προς την Καθολική Εκκλησία και αργότερα τις Προτεσταντικές Εκκλησίες και Ομολογίες.

Από όλα τα παραπάνω συνάγεται το συμπέρασμα πως όταν μιλάμε για την Ορθόδοξη μαρτυρία, θα πρέπει να μιλάμε για την μαρτυρία περί της ορθής , της σωστής πίστεως έτσι όπως πηγάζει μέσα από την Αγία Γραφή και την ερμηνεία της από τους Πατέρες της Εκκλησίας και σε καμία περίπτωση την διάθεση της υπεροχής έναντι των άλλων χριστιανικών εκκλησιών. Κι εκεί εστιάζεται η όλη προβληματική για τον τρόπο προσέγγισης δια μέσου του οικουμενικού διαλόγου, στον οποίο από την πλευρά των Ορθοδόξων πρωτοστατεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Αν θεωρήσουμε ως έναν πυλώνα αυτής της διαλεκτικής σχέσης τον οικουμενικό διάλογο δια μέσου θεσμοθετημένων οργάνων όπως είναι λχ το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών ή το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών, τότε χωρίς αμφιβολία ο άλλος εξίσου σημαντικός πυλώνας είναι οι ορθόδοξες ενορίες της διασποράς.

Η Ενορία κατέχει σήμερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία μία σημασία πολύ μεγαλύτερη απ' όση κατείχε σε οποιαδήποτε άλλη εποχή στη διάρκεια των δεκαέξι τελευταίων αιώνων. Ποτέ άλλοτε, από την εποχή της μεταστροφής στο Χριστιανισμό του Μεγάλου Κωνσταντίνου, δεν είχε το τοπικό Ευχαριστιακό κέντρο τόση μεγάλη σπουδαιότητα στη ζωή της Ορθοδοξίας, όση έχει σήμερα.

Ποιο είναι το νόημα της υπάρξεως της Εκκλησίας; Ποιος είναι ο μοναδικός και χαρακτηριστικός της ρόλος τον οποίο κανείς άλλος και τίποτε άλλο δεν μπορεί να εκπληρώσει; Τι είναι εκείνο που πετυχαίνει η Εκκλησία και που δεν μπορούν να το πετύχουν ούτε οι εθνικές συναθροίσεις, ούτε οι λέσχες νεότητος ούτε τα διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα;
Η απάντηση δεν είναι παρά μόνο μία: η Εκκλησία υπάρχει για να μας φέρει σωτηρία εν Χριστώ Ιησού· να μας φέρει σωτηρία όχι με κάποιο αφηρημένο ή θεωρητικό τρόπο - αφού η Εκκλησία δεν αποτελεί ένα οποιοδήποτε φιλοσοφικό σύστημα η ιδεολογία - αλλά με συγκεκριμένη και ορατή μορφή, δια της τελέσεως της Θείας Λειτουργίας. Ιδού ο μοναδικός και χαρακτηριστικός ρόλος της Εκκλησίας, αυτό που μόνο Εκείνη μπορεί να επιτελέσει: να προσφέρει τη θεία Ευχαριστία. Η Θεία Ευχαριστία είναι που δημιουργεί την Εκκλησία. Η ενότητα της Εκκλησίας δεν επιβάλλεται έξωθεν με την ισχύ ή τη βία, αλλά πραγματοποιείται έσωθεν με την τέλεση της Κοινωνίας με το Σώμα και Αίμα του Χριστού. Η Εκκλησία δεν είναι κάποιο κοινωνιολογικό κατασκεύασμα αλλά ένας ευχαριστιακός οργανισμός ο οποίος αποκτά οντότητα την ώρα που επικαλείται το Άγιο Πνεύμα να ενεργήσει πάνω στα τίμια δώρα. Αυτή η ευχαριστιακή φύση της Εκκλησίας έχει προσδιοριστεί με ιδιαίτερη σαφήνεια από τον Άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας λίγα χρόνια μετά τον θάνατο των Αποστόλων.

Η Θεία Λειτουργία, όμως, είναι κάτι που συντελείται μόνον εν τόπω. Μολονότι η Ευχαριστία είναι μία και απαράλλαχτη σ' όλο τον κόσμο, δια μέσου του χρόνου, η Θεία Λειτουργία δεν μπορεί να υπάρξει ως συγκεκριμένη και ζώσα πραγματικότητα παρά μόνον μέσω μιας ιδιαίτερης ιερουργίας σε ορισμένο τόπο και χρόνο. Με άλλα λόγια, η Θεία Ευχαριστία - που είναι η πεμπτουσία της Εκκλησίας - βρίσκει την ορατή πραγμάτωσή της μόνον εν τη εννοία της τοπικής ενορίας. Όταν λοιπόν κάνουμε λόγο για την Εκκλησία ως ευχαριστιακό οργανισμό, μιλούμε για την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας κάθε Κυριακή σε κάθε ενορία. Η Ενορία είναι το βασικό ευχαριστιακό «κύτταρο» χωρίς το οποίο δεν υπάρχει Εκκλησία. Επιπλέον σε κάθε τέλεση της Ευχαριστίας παρών είναι ο όλος Χριστός, κι όχι απλώς ένα μικρό τμήμα Του, έτσι ώστε η τοπική ενορία, όταν τελεί τα θεία Μυστήρια, δεν αποτελεί μία μικρή μονάδα μέσα σ' ένα μεγαλύτερο σύνολο, αλλά εκφράζει κατά τρόπο ορατό την Μία Καθολική Εκκλησία στην ολότητά της.



Πέραν από την τοπική ενορία που συναθροίζεται στην Θεία Λειτουργία, κάθε τι που εμείς οι Χριστιανοί λέμε για το Σώμα του Χριστού, την Τριαδική Βασιλεία του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, για την προσφορά της Εκκλησίας στην κοινωνική δικαιοσύνη, την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και τη μεταμόρφωση της Κοινωνίας από μία απρόσωπη αιχμαλωσία σε ελεύθερη κοινωνία προσώπων, ό,τι κι αν λέμε, δεν αποτελεί στην καλύτερη περίπτωση, παρά μόνο μια αφηρημένη έννοια, το πολύ ένα αφελή ιδεαλισμό και συναισθηματικό ουτοπισμό. Μόνον μέσα στην Ενορία υπάρχει δυναμική απόδειξη, ιστορική πραγμάτωση, αληθινή ελπίδα. Όπως ορθά έχει λεχθεί, μόνο η ζωή της Ενορίας μπορεί να δώσει ιερατική διάσταση στην πολιτική, προφητικό πνεύμα στην επιστήμη, ανθρώπινο πρόσωπο στις οικονομικές σχέσεις και μυστηριακό χαρακτήρα στον έρωτα. Εν τούτοις κάθε φορά που εξετάζουμε τη συγκεκριμένη ζωή των Ορθοδόξων Ενοριών μας σήμερα, είτε στην Ελλάδα είτε σ' αυτό που συχνά αποκαλείται «διασπορά», πόση οδυνηρή έκπληξη δεν νιώθουμε από το τεράστιο κενό που χωρίζει τη θεωρία από την πράξη;

Ο ευχαριστιακός χαρακτήρας της Εκκλησίας στον κόσμο και μαζί της ή εκκλησιολογική σημασία της τοπικής ενορίας, από τον τέταρτο αιώνα και εντεύθεν έχει χάσει σταδιακά όλο και περισσότερο την καθαρότητα της εξ αιτίας των στενών δεσμών μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, Εκκλησίας και Έθνους. Στον κόσμο του Βυζαντίου, δεν τονιζόταν τόσο ο τοπικός ευχαριστιακός χαρακτήρας της Εκκλησίας αλλά μάλλον η εκτεινόμενη στα πέρατα της Γης παγκοσμιότητά της. Πολύ πιο ξεκάθαρα στα Σλαβικά Ορθόδοξα Βασίλεια και στον Ελληνικό κόσμο της Τουρκοκρατίας, η Εκκλησία εκλαμβανόταν από πολιτιστική και μορφωτική σκοπιά, όλο και περισσότερο ως η συνδετική δύναμη που εξασφάλιζε ένα αίσθημα εθνικής ταυτότητας. Ελάχιστα προβαλλόταν η Ενορία ως το τοπικό ευχαριστιακό κέντρο, μολονότι ήταν σ' αυτό το επίπεδό της Ενορίας που η ζωή της Εκκλησίας συνέχιζε να συντηρείται.

Οι μεταβαλλόμενες συνθήκες της εποχής μας, μάς οδήγησαν σε ριζική επανεκτίμηση. Σ' όλον τον Ορθόδοξο κόσμο του εικοστού αιώνα η παραδοσιακή συμμαχία μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας έχει προοδευτικά διαβρωθεί και σε πολλές χώρες απότομα διακοπεί. Η εξάπλωση της εκκοσμικεύσεως σημαίνει ότι στο μέλλον κάποιος θα είναι Ορθόδοξος όχι διότι γεννήθηκε από Έλληνες, Σέρβους ή Ρώσους γονείς, αλλά διότι ελεύθερα επέλεξε να είναι Ορθόδοξος μέσα από μία εσωτερική κίνηση πνευματικής ομολογίας. Χάνουμε τα παραδοσιακά μέλη της Εκκλησίας, ενώ στη σύγχρονη εκκοσμικευμένη Πολιτεία ο μορφωτικός και πολιτιστικός ρόλος της Εκκλησίας σπρώχνεται αναπόφευκτα στο περιθώριο. Βεβαίως κάτι τέτοιο δεν πρέπει να το δούμε σαν τραγωδία αλλά μάλλον ως πρόκληση και ακόμη ως ευλογία. Ωθούμεθα πίσω στα στοιχειώδη, στο ένα και μοναδικό που είναι ουσιώδες, πίσω στο «ενός δε εστί χρεία» (Λουκά 10/ι: 42) και αυτό το ένα και ουσιώδες είναι η τέλεση της Θείας Ευχαριστίας.

Απ' όλα όσα είπαμε, προκύπτει ότι η τοπική ενορία ανακτά στις μέρες μας την κεντρική της σημασία. Σήμερα, όπως κατά τους πρώτους τρεις αιώνες της Χριστιανικής Ιστορίας, η ζωή μας πρέπει να είναι άρρηκτα δεμένη με την Κυριακάτικη τέλεση της Θείας Λειτουργίας, στον τοπικό ενοριακό μας ναό. Η ζωτικότητα της Εκκλησίας στο μέλλον θα εξαρτηθεί από την ζωντάνια των ενοριών μας. Θα χρειαστεί να στηριχτούμε στις δικές μας δυνάμεις. Η Ιεραρχία της Εκκλησίας δεν θα μπορεί πλέον να στραφεί στους πολιτικούς για βοήθεια, οικονομική ή άλλη.

Η Ορθόδοξη ζωή στην Δύση έχει συνειδητοποιήσει αυτές τις εξελίξεις μέσα από ιδιαίτερα συγκλονιστικές εμπειρίες. Αποτελούμε μία ελάχιστη μειονότητα σ' ένα ξένο περιβάλλον. Μολονότι απολαμβάνουμε θρησκευτική ελευθερία, η Εκκλησία μας δεν είναι δυνατόν να περιμένει προνομιακή μεταχείριση στο εκπαιδευτικό σύστημα των χωρών όπου ζούμε· δεν παίρνουμε καμιά οικονομική ενίσχυση από κυβερνήσεις, εκτός από την Δυτική Γερμανία, τη Φιλανδία και τις Σκανδιναβικές χώρες όπου το Λουθηρανικό σύστημα της «εκκλησιαστικής φορολογίας» ισχύει ακόμη. Προκειμένου να εκπαιδεύσουμε τα παιδιά μας στην Ορθόδοξη πίστη, πρέπει να ενεργήσουμε μόνοι μας, μέσα από την εργασία της τοπικής ενορίας. Για να χτίσουμε Ορθόδοξους ναούς και να μισθοδοτήσουμε μόνιμους ιερείς, η οικονομική βοήθεια πρέπει να προέλθει αποκλειστικά από τις τοπικές μας κοινότητες. Από οικονομική πλευρά η επιβίωση της Ορθοδοξίας στη Δύση εξαρτάται από τα κέρματα που οι πιστοί θα ρίξουν κάθε Κυριακή στο δίσκο την ώρα της Θείας Λειτουργίας. Αν δεν εξασφαλίσουμε μία δυναμική ενοριακή ζωή, η Ορθοδοξία στη Δύση δεν έχει μέλλον. Μετά από πενήντα ή εκατό χρόνια απλούστατα θα εξαφανιστούμε.

Στην περιγραφή που κάνει για τη ζωή της πρώτης χριστιανικής «ενορίας» -της κοινότητας της Ιερουσαλήμ των ημερών που ακολούθησαν την Πεντηκοστή- ο Ευαγγελιστής Λουκάς μας λέει: «ήσαν δε προσκαρτερούντες τη διδαχή των αποστόλων, και τη κοινωνία και τη κλάσει του άρτου και ταις προσευχαίς· πάντες δε οι πιστεύοντες ήσαν επί το αυτό και είχον άπαντα κοινά» (Λουκά β΄ 42, 44).
Αυτός ακριβώς είναι και ο σκοπός κάθε ενορίας σήμερα, είτε βρίσκεται στην Ελλάδα είτε στην αλλοδαπή: τα μέλη της εκφράζουν την ενότητά τους εν Χριστώ Ιησού δια της από κοινού κλάσεως του Άρτου στη θεία Ευχαριστία. Όλες οι άλλες δραστηριότητες της ενορίας, κοινωνικές, πολιτιστικές ή φιλανθρωπικές πηγάζουν από την τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Η Ευχαριστία είναι ένα συνεχές θαύμα μας λέγει ο Άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης.

Κινούμενοι επομένως μέσα σε αυτό το πλαίσιο της ενορίας όπως περιγράφεται από τον Θεοφιλέστατο Επίσκοπο Διοκλείας Κάλλιστο , μπορούμε να κατανοήσουμε τον τρόπο της Ορθόδοξης μαρτυρίας μας . Πρόκειται για τη Λειτουργία μετά τη Λειτουργία , δηλ. την προσπάθεια μεταμόρφωσης του κόσμου σε ευχαριστία, έστω κι αν πλέον δεν βρισκόμαστε μέσα στο ναό και μπροστά στην αγία τράπεζα. Η όλη μας βιωματική εμπειρία είναι αυτή που θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν μαγνήτης προς όλους εκείνους οι οποίοι αναζητούν κάτι διαφορετικό για να δώσει απάντηση στο εναγώνιο υπαρξιακό ερώτημα της ζωής και του θανάτου. Πρέπει όλοι μας να κατανοήσουμε πως βρισκόμαστε σε μια εποχή επαν-ευαγγελισμού του κόσμου. Προ πολλού έχουν πάψει να υπάρχουν τα αυτονόητα και τα δεδομένα. Οι νεότερες γενιές όλο και πιο συνειδητά απέχουν από οποιαδήποτε αναζήτηση πνευματικού περιεχομένου κι αυτό μάλλον διότι δεν βρήκαν την ειλικρίνεια των προθέσεων, αλλά ούτε και τη γνησιότητα των πράξεων.

Όταν η καθημερινότητα των ενοριών κατακλύζεται από προβλήματα που έχουν να κάνουν με το λεγόμενο «παιχνίδι της εξουσίας» για το ποιος οι ποίοι θα έχουν το επάνω χέρι στην λήψη των αποφάσεων, τότε είναι σαφές πως η έξωθεν μαρτυρία μας ούτε ζηλευτή αλλά ούτε και προσελκύει κανέναν. Όσο δεν αντιμετωπίζουμε την παρουσία μας μέσα στην ενορία ως διακονία, υπηρεσία και όχι ως «εξουσία», τότε η αποτυχία θεωρείτε δεδομένη. Μέσα από την Ορθόδοξη εμπειρία μπορούμε να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο καθένας από εμάς, ως άλλος απόστολος του μηνύματος της αναστάσεως, θα πρέπει να μεταφέρει την ελπίδα στον κόσμο. Στον μικρόκοσμο με τον οποίο καθημερινά επικοινωνούμε και συνδιαλεγόμαστε ως πρόσωπα, αλλά και τον μακρόκοσμο μέσα στον οποίο κινούμαστε συλλογικά.

Το φορτίο βαρύ για τον καθένα από εμάς που θέλουμε να πιστεύουμε πως έχουμε πάρει στα σοβαρά τον ευαγγελικό λόγο. Αλλά στην προσπάθεια μας αυτή, της οποίας το κύριο χαρακτηριστικό θα πρέπει να είναι η ταπείνωση και η μετάνοια, έτσι όπως η Εκκλησία μας την προβάλει αυτή την περίοδο του Τριωδίου μέσα από τους χαρακτήρες του Τελώνη και του Ασώτου, ώστε η ενορίες μας και οι τοπικές μας Εκκλησίες να αποτελούν φάρους και οδοδείκτες προς την σωτηρία και τη Βασιλεία του Θεού.

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ

Εδώ και αρκετά χρόνια και στην πατρίδα μας το θέμα των μεταναστών προκαλεί στην ελληνική κοινωνία μια καθημερνή συζήτηση και προβληματική। Χιλιάδες είναι εκείνοι οι άνθρωποι που έχουν περάσει και συνεχίζουν να περνάνε τα σύνορα της Ελλάδας όχι πάντα κάτω από τις καλύτερες των συνθηκών, προσπαθώντας είτε να κατευθυνθούν προς άλλες χώρες της Ευρώπης , είτε να παραμείνουν στην Ελλάδα , ως εργατικό δυναμικό.

Το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει μεταναστευτική πολιτική από την πλευρά της Πολιτείας θα το αφήσουμε σε άλλους να το διαπραγματευτούν। Τα πρόσφατα γεγονότα της Νομικής Σχολής Αθηνών, έδειξαν πως το όλο σύστημα χωλαίνει, όπως και η συζήτηση περί «φράχτη» στα ελληνοτουρκικά σύνορα δείχνει πως ακόμη το θέμα της μεταναστευτικής πολιτικής κουβεντιάζεται με αμηχανία και χωρίς μια συγκεκριμένη προοπτική.

Αυτό που έχει για εμάς σημασία ως Εκκλησία είναι να δούμε κατά πόσο μπορούμε ή ακόμη περισσότερο κατά πόσο έχουμε δημιουργήσει τις υποδομές για την αντιμετώπιση της ποιμαντικής πρόκλησης που προκύπτει από τους μετανάστες στον τόπο μας। Δεν υπάρχει ούτε μια Μητρόπολη της Ελλαδικής Εκκλησίας που να μην έχει μετανάστες στα όρια της, αφού τόσο στα μεγάλα αστικά κέντρα, όσο και στην επαρχία ζούνε μετανάστες . Άνθρωποι οι οποίοι προσπαθούν να επιβιώσουν σε ένα περιβάλλον όχι πάντα φιλικό απέναντι τους. Ιρανοί, Ιρακινοί, Πακιστανοί, Αφγανοί, Κούρδοι, Αφρικανοί, Αλβανοί κ.α. οι οποίοι έφτασαν μέχρι εδώ για ένα καλύτερο αύριο. Με μια πρώτη ματιά μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ήρθαν μετά πολλών κόπων και βασάνων στη «γη της επαγγελίας», δεν βρήκαν αυτό που ίσως ονειρεύονταν. Σε καμία περίπτωση δεν μιλάμε για πολυτέλειες και άλλες «χλιδάτες καταστάσεις», αλλά για το αυτονόητο : φαγητό, στέγη, υγειονομική περίθαλψη, εργασία, νόμιμη άδεια παραμονής.

Η Εκκλησία στον τομέα αυτό θα είχε πολλά να προσφέρει। Και δεν έχει να κάνει αυτή η προσφορά μόνο με τις Τράπεζες Αγάπης, που προσφέρουν φαγητό, το οποίο είναι σημαντικό, αλλά σίγουρα δε λύνει το πρόβλημα μακροπρόθεσμα. Αυτό που πρωτίστως όλοι μας ως Εκκλησία έχουμε υποχρέωση να κάνουμε είναι να μάθουμε να βλέπουμε το πλήθος αυτό των μεταναστών ως «εικόνες» του Θεού και όχι ως αντικείμενα εκμετάλλευσης ή ως παιδιά ενός κατώτερου Θεού. Θα ήμασταν ανέντιμοι και ανειλικρινείς αν δεν παραδεχόμασταν πως ακόμη μέχρι και σήμερα η ρατσιστική διάθεση δεν είναι συναίσθημα κάποιον λίγων, αλλά όλο και πληθαίνουν οι φωνές εκείνων που πιστεύουν πως η εγκληματικότητα είναι «έγχρωμη».

Αναρωτιέμαι όμως αν σκεφτόμασταν με τον ίδιο τρόπο πριν περίπου μια εικοσαετία όταν τα φτηνά εργατικά χέρια, με τα χαμηλά μεροκάματα και την ανασφάλιστη εργασία έμοιαζε με «μάννα εξ ουρανού», αφού πλέον όλες οι χειρονακτικές εργασίες γίνονταν από τους μετανάστες। Ακόμη θυμάμαι τη φράση των κατοίκων των Σποράδων που έλεγαν πως χάρη στου Αλβανούς μάζεψαν τις ελιές που για χρόνια έπεφταν στο χώμα και σάπιζαν. Αλλά και πρόσφατα, αν κανείς έκανε μια βόλτα είτε στα Ολυμπιακά έργα, είτε στα έργα της Εγνατίας οδού, θα έβλεπε να δουλεύουν αλλοδαποί, αφού πλέον για εμάς τους Έλληνες οι χειρονακτικές εργασίες δεν είναι στη λίστα των προτιμήσεων μας. Ούτε τότε, αλλά ούτε και τώρα καταφέραμε να βάλουμε στην άκρη το προσωπικό κέρδος, αντιμετωπίζοντας όλους αυτούς τους ανθρώπους ως ίσους, όπως άλλωστε θα ήθελε και ο Χριστός και το Ευαγγέλιο Του.

Επομένως πριν καταρτίσουμε οποιοδήποτε πρόγραμμα ποιμαντικής για τους μετανάστες, θα πρέπει να εκπαιδεύσουμε «εαυτούς και αλλήλους» στην αλλαγή αντιμετώπισης του «άλλου», ο οποίος βρίσκεται σε κατάσταση ανάγκης κι ο οποίος είναι ένας από εκείνους τους ελάχιστους στους οποίους προσωποποιείται ο ίδιος ο Χριστός, όπως ο ίδιος μας πληροφορεί. Μέσα στο πλαίσιο αυτής της ποιμαντικής αγωνίας θα έπρεπε εμείς οι ίδιοι να απαιτήσουμε τη δημιουργία λατρευτικών χώρων , όπως το απαιτούσαμε τότε που φεύγαμε μετανάστες στην Αμερική και στην Αυστραλία. Όταν ψάχναμε να βρούμε τόπο για να ακούσουμε το «Χριστός Ανέστη» σε ένα περιβάλλον άγνωστο, στο οποίο βρεθήκαμε για ένα καλύτερο μέλλον. Το ίδιο δικαίωμα έχουν και όλοι αυτοί που σήμερα είναι οικονομικοί μετανάστες στον τόπο μας, είτε είναι ισλαμιστές, ινδουϊστές ή βουδιστές. Λαμπρό παράδειγμα η Θεολογική Σχολή της Θεσσαλονίκης η οποία χρόνια πριν είχε παραχωρήσει τον τελευταίο όροφο του κτηρίου της στους μουσουλμάνους φοιτητές που σπούδαζαν στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, για να μπορούν να πραγματοποιούν τις λατρευτικές τους ακολουθίες.
Όλα τα παραπάνω δεν είναι τίποτε άλλο από σκέψεις αυτονόητες. Θα έπρεπε να είχαν δρομολογηθεί εδώ και καιρό, τόσο από την Πολιτεία όσο και από την Εκκλησία και όχι να πηγαίνουν από επιτροπές σε υποεπιτροπές που το μόνο που κάνουν είναι να ροκανίζουν πολύτιμο χρόνο. Ήρθε ο καιρός για αποφάσεις που να δείχνουν την ωριμότητα, την πολιτιστική μας μεγαλοψυχία , μα κυρίως τον ευαγγελικό τρόπο σκέψης μας.