Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Δημήτριος ο άγιος.


Όσοι μεγαλώσαμε στη Θεσσαλονίκη έχουμε μια πολύ ιδιαίτερη σχέση με τον Άγιο Δημήτριο. Από μικρά παιδιά άπειρες φορές περνάμε μπροστά από το ναό που δεσπόζει πάνω από την πλατεία Αριστοτέλους στην ίδια ευθεία με τη αρχαία αγορά.

Οι μέρες αυτές της μνήμης του είναι πολύ ιδιαίτερες για τη Θεσσαλονίκη. Δεν είναι μόνο που οι εορτάοντες είναι πολλοί σε τούτη την πόλη, είναι που όλοι οι θεσσαλονικείς νιώθουμε πως ένας πολύ δικός μας άνθρωπος γιορτάζει. Κι αυτός είναι ο ίδιος ο άγιος.

Σήμερα το πρωί πήγα στη Θεία Λειτουργία της παραμονής στο ναό του πολιούχου. Κόσμος αρκετός περίμενε να προσκυνήσει τη λάρνακα με τα λείψανα του αγίου καθώς και την εικόνα της Παναγίας. Κάθε χρόνο μια άλλη εικόνα της Παναγίας συντροφεύει τον άγιο τις μέρες της γιορτής του.

Ο άγιος Δημήτριος είχε τα πάντα. Από δόξα, εξουσία, ομορφιά, μέλλον. Τα έβαλε όλα στην άκρη. Πίστεψε με τρόπο απόλυτο πως άλλα είναι τα όμορφα και τα σπουδαία. Μίλησε για την πίστη του στο Χριστό με θάρρος. Άγγιξε τις καρδιές των νέων που τον άκουγαν. Ήταν ζωντανό παράδειγμα. Όχι λόγια. Όχι κηρύγματα. Όχι ρητορίες. Ήταν βίωμα. Ήταν η ανατροπή σε ένα περιβάλλον που προσπαθούσε να βρει τρόπους επιβίωσης. Ο κύκλος όμως είχε κλείσει.

Καθώς έβλεπα τα όσα συνέβαιναν στο ναό όσο διαρκούσε η λειτουργία σκεφτόμουν πως όλα εκεί μέσα ήταν ξένα προς τον άγιο. Ίσως το μόνο δυνατό ήταν η πίστη όλων αυτών των απλών καθημερινών ανθρώπων που έκαμαν το σταυρό τους μπροστά στο λείψανο του αγίου. Όλα τα υπόλοιπα έθος ίσως χωρίς καμία άλλη διάσταση.

Φεύγοντας είδα να περιμένουν τα αγήματα, τα πυροβόλα κι άλλα παρόμοια για τη λιτανεία, για το μεγαλειώδες της ημέρας. Λες και η μέρα χρειάζεται όλα αυτά για να είναι μεγαλειώδης. Νομίζω κάπου εκεί στα σκαλοπάτια είδα το Νέστορα να χαζεύει και να χαμογελάει που μετά από τόσους αιώνες ακόμη δεν καταλάβαμε τίποτα ούτε από το μαρτύριο του αγίου , ούτε κι από τη δική του νίκη κατά του Λιαίου. 

Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2017

Μακάριοι οι ειρηνοποιοί




Τον Ιωάννη δεν τον έχω συναντήσει ποτέ από κοντά. Έχουμε κατά καιρούς ανταλλάξει μηνύματα και έχουμε μιλήσει τηλεφωνικά για θέματα που αφορούσαν τόσο τις σπουδές του όσο και την ενασχόληση του με τον ακτιβισμό. 

Χθες εμφανίστηκε στην οθόνη μου αυτή η φωτογραφία. Ομολογώ πως δεν κατάλαβα από την αρχή ποιος είναι. Ένιωσα φρίκη βλέποντας τα αίματα και τις μελανιές. Διάβασα το δημοσίευμα στο tvxs. Κάποιοι μάγκες έδειξαν την μαγκιά τους στα σκοτεινά και με την σιγουριά της αριθμητικής υπεροχής. Κοινώς τζάμπα μάγκες. 

Η αστυνομία έχει την απόλυτη ευθύνη να τους βρει. Η τοποική κοινωνία να θωρακιστεί από τέτοιου είδους άτομα που αμαυρώνουν μια ολόκληρη πόλη. Ξάφνου ούτε όλοι στο Ρέθυμνο μαυρίζουν στο ξύλο τον κάθε περαστικό, ακόμη κι αν αυτός διαφέρει από τους ίδιους. Η ολοκληρωτικές αντιλήψεις κάποιων δήθεν προοδευτικών που βαφτίζουν τους κρητικούς συλλήβδην φασίστες, τραμπούκους και άλλα παρόμοια είναι το ίδιο και ίσως περισσότερο φασιστικές. 

Σε κάτι τέτοιες στιγμές θα πρέπει να ξυπνάει μέσα μας η συλλογική ευθύνη των αιτίων κάθε πράξης βίας. Από το σπίτι μας, το νηπιαγωγείο της γειτονιάς μας, το Πανεπιστήμιο της πόλης μας, τις πλατείες της χώρας μας. Κανένας δεν γεννήθηκε με το ρόπαλο στο χέρι. Κάποιος, κάποιοι για λόγους διάφορους του το έβαλαν στο χέρι και τώρα "όποιον πάρει ο χάρος". 

Η δημοσιοποίηση του περιστατικού μπορεί να έχει πολλαπλές αναγνώσεις. Προσωπικά κρατώ μία από αυτές. Όσο θα βλέπω αυτή τη φωτογραφία τόσο θα παλεύω για την εξάλλειψη κάθε μορφής βίας από όπου κι αν αυτή πηγάζει και σε όποιον κι αν κατευθύνετα. Αυτή είναι η διδασκαλία του Χριστού, ακόμη κι αν κι εμείς που τον διδάσκουμε το έχουμε ξεχάσει : "«Μακάριοι οι ειρονοποιοί ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται».

Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2017

Συναξάρι των πόλεων...(ή λόγος περί αλλαγής φύλου)



Σήμερα το απόγευμα την ώρα που πήγαινε ο ήλιο να χαθεί πάνω από την πόλη θέλησα να πάω έναν μικρό περίπατο εδώ στη γειτονιά μου. Άρχισα να κατεβαίνω προς το σταθμό των τραίνων. Ο δρόμος με έφερε μπροστά από την εκκλησία των Αγίων Πάντων. Είχα πολλά χρόνια να μπω μέσα. Ας ανάψω σκέφτηκα ένα κερί. Η εκκλησία άδεια και μόνο τα καντήλια και η μυρωδιά από το καμένο λιβάνι έκαναν την ατμόσφαιρα να είναι αλλιώτικη από εκείνη του δρόμου εκεί έξω. Κάθησα λίγο σε ένα στασίδι και είπα μερικές κουβέντες προσευχής, 

Φεύγοντας μέσα στο ημίφως είδα μια φιγούρα που με παρατηρούσε. Κοίταξα καλύτερα. Ένα πρόσωπο γνωστό, μα πολύ πιο γερασμένο από τότε που το θυμάμαι. Ο πατήρ Κωνσταντίνος για χρόνια πολλά εφημέριος του ναού. Πήγα κοντά του κι έσκυψα να του φιλήσω το χέρι. Δεν με άφησε. Του είπα πως τον θυμάμαι παιδί όταν λειτουργούσε και μίλαγε. Τον θαύμαζα και σκεφτόμουν τη στιγμή που θα γίνω σαν εκείνον. Το πρόσωπο του παππούλη ήταν τόσο γαλήνιο και τόσο γελαστό. Με πήρε από το χέρι και με οδήγησε έξω από την εκκλησία. Καθήσαμε σε ένα παγκάκι. 

"Εδώ έξω πρέπει να είμαστε οι παπάδες γιε μου. Στον κόσμο που τρέχει από το πρωί ίσαμε τη νύχτα. Να τους χαμογελάμε και να τους ευλογάμε να έχουν κουράγιο". Ολόκληρο το ευαγγέλιο του Χριστού σε μια κουβέντα. Το ωραιότερο κήρυγμα σε ένα παγκάκι. Είπαμε πολλά με τον παππού. Θυμηθήκαμε τον π. Ευγένιο, τον δεσπότη μας το Δινύσιο κι άλλους πολλούς. Έφτασε η κουβέντα και στο νόμο για την αλλαγή φύλου. "Άκου γιε μου. Όλοι οι άνθρωποι έχουμε το σταυρό μας. Κι όλοι παιδιά του Θεού είμαστε. Μακάρι οι νόμοι να άλλαζαν το μυαλό του κόσμου. Παιδεία θέλει ο κόσμος για να δείξει σέβας στον άλλο. Θα σου πω μια δική μου ιστορία. Μια μέρα καθόμουν πάλι εδω σε τούτο το παγκάκι. Δίπλα καθόταν μια παρέα από αγόρια. Σε λίγο από μπροστά μας πέρασε ο Βασίλης. Το Βασιλάκι τον ήξερα από μωρό σαράντα ημερών. Μου τον είχε φέρει η μάνα του να τον σαραντίσω. Καλό παιδί. Ικανός και έξυπνος. Από παιδάκι καταλάβαινες πως ετούτο μέσα του κρύβει ένα κορίτσι. Η φωνή, οι κινήσεις ακόμη και ο χαρακτήρας ήταν αλλιώτικος από των άλλων αγοριών. 

Κάποια μέρα ήρθε και μου μίλησε. Κόντευε τα 14. Έκλαιγε συνέχεια. Δεν το θελε αλλά δεν μπορούσε αλλιώς. Δεν ήθελε να είναι αγόρι. Βαρέθηκε να τον κοροϊδεύουν. Τον άφησα να τα πεί όλα. Να κλάψει όση ώρα ήθελε. Δεν είπα τίποτα εγώ. Μόνο να έρχεται και να μου μιλάει του ζήτησα. 

Πέρασαν τα χρόνια κι ο Βασίλης είχε κάνει την επιλογή του μια για πάντα. Γυναικείο ντύσιμο, γυναικείο όνομα. Χαθήκαμε. Είχε φύγει για πολλά χρόνια από την πόλη. Γύρισε όταν πια η μάνα του έπεσε στο κρεβάτι κι έπρεπε να της σταθεί. 

Η παρέα των αγοριών που μάλλον την ήξεραν, όταν την είδαν να περνάει άρχισαν τα γνωστά δήθεν αντρικά. Εκείνη δεν γύρισε να κοιτάξει και συνέχισε να περπατά. Τα βλέματα μας διασταυρώθηκαν. "Μη δίνεις σημασία. Κι εμένα με κορόϊδευαν επειδή έγινα παπάς. Γιατί ήμουν διαφορετικός από εκείνους. Όπως είσαι κι εσύ χαρά μου". Ήρθε να μου φιλήσει το χέρι. "Τα παιδιά φιλάνε τον πατέρα τους στο μάγουλο" της είπα και αγκαλιαστήκαμε εκεί μπροστά στο δρόμο, με την παρέα των αγοριών να έχουν χάσει τη λαλιά τους". Τι να τον κάνω εγώ γιε μου τον νόμο του Κράτους, όταν είμαι απαίδευτος και αγροίκος. 

Έφυγα, έχοντας την αίσθηση πως κάπως έτσι θα είναι οι ιστορίες σε ένα σύγχρονο συναξάρι των πόλεων...