Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2017

Εγώ ο Άσωτος



Με λένε Άσωτο. Τουλάχιστον έτσι έχω μείνει στην Ιστορία. Γεννήθηκα ένα πρωινό από τα χείλη ενός δασκάλου στην Παλαιστίνη. Ιησού τον ελέγανε και δίδασκε το Λόγο του Θεού. Όμως το έκανε με έναν τρόπο αλλιώτικο από όλους τους άλλους που κι εκείνοι ήξεραν το Λόγο του Θεού, αλλά τον δίδασκαν ή καλύτερα τον επέβαλαν ως Νόμο. Αυτός ο Ιησούς που ήταν γιος του Ιωσήφ και της Μαρίας έλεγε κάθε φορά που μιλούσε κάτι μικρές ιστορίες, κάτι σαν τα παραμύθια ή τους μύθους. Τις ιστορίες αυτές που τις λέγανε και παραβολές, μπορούσε να τις καταλάβει κι ο πιο απλός άνθρωπος.

Εγώ λοιπόν ο μικρότερος γιος ενός άρχοντα πήρα μια μέρα την απόφαση να φύγω από το σπίτι του πατέρα μου. Πήγα και του ζήτησα να μου δώσει εκείνο το κομμάτι από την περιούσια που ήταν δικό μου. Ο πατέρας μου δεν αρνήθηκε να κάνει αυτό που του ζήτησα. Ο δικός μου ο πατέρας ήταν διαφορετικός κάθε φορά που αυτός ο Ιησούς τον περιέγραφε. Δεν τιμωρούσε, αλλά αγαπούσε. Δεν φυλάκιζε, αλλά ελευθέρωνε. Έτσι πήρα όλα όσα ήταν τώρα δικά μου κι έφυγα για τόπο μακρινό.

Για πολύ καιρό ένιωθα πως ζούσα ένα όνειρο. Έκανα όλα όσα ήθελα χωρίς να χρειάζεται να δώσω λόγο σε κανέναν. Ξόδευα, αλλά και ξοδευόμουν. Το δεύτερο το κατάλαβα πολύ αργότερα. Το πρώτο σχετικά σύντομα, αφού η έλλειψη μέτρου με οδήγησε στην απόλυτη φτώχεια. Το αρχοντόπουλο έγινε χοιροβοσκός. Βέβαια πριν συμβεί αυτό χτύπησα πολλές από τις πόρτες των “φίλων” με τους οποίους είχα περάσει μέρες και νύχτες ξοδεύοντας τα χρήματα μου. Τότε που όλοι με κοίταζαν με θαυμασμό και έβρισκαν επάνω μου όλα τα καλά του κόσμου. Τότε. Τώρα όμως δεν ήμουν πια χρήσιμος κι έτσι η μια πόρτα έκλεινε μετά την άλλη.

Ένα πρωινό εκεί που καθόμουν και χάζευα το κοπάδι των χοίρων που έτρωγαν βουλιμικά τα χαρούπια που τους είχα δώσει, σκέφτηκα πως ετούτα τα πλάσματα έχουν τουλάχιστον τα χαρούπια για να χορτάσουν την πείνα τους. Εγώ ούτε καν χαρούπια. Θυμήθηκα τον πατέρα μου, το σπίτι, την ασφάλεια, τη θαλπωρή. Μέσα μου άρχισαν να πολεμάνε δύο σκέψεις. Δέξου την αποτυχία της επιλογής σου και γύρνα πίσω ζητώντας συγγνώμη από τον πατέρα σου κάνοντας μια νέα αρχή και η άλλη μείνε πίσω και μην νικηθείς από το αίσθημα της ήττας. Μέρες και νύχτες πάλευαν οι δυο κόσμοι. Η ταπείνωση μαζί με τη μετάνοια από τη μία και από την άλλη ο εγωισμός και η αυταρέσκεια.

Όταν πιάνεις πάτο δεν έχεις άλλη επιλογή από το να αρχίσεις να ανεβαίνεις προς τα πάνω. Κι εγώ ήμουν στον πάτο κι έπρεπε να αναδυθώ. Ξεκίνησα για το σπίτι του πατέρα μου. Είχα φύγει άρχοντας και επέστρεφα ζητιάνος. Περπάταγα κι έκλαιγα. Όχι δεν έκλαιγα γιατί ήμουν ξυπόλυτος και κουρελής. Αλλά αλήθεια μη με ρωτάτε γιατί έκλαιγα. Δεν ξέρω να σας πω. Ήταν αυτά τα δάκρυα που πέφτουν σαν την φθινοπωρινή βροχή που έρχεται για να ποτίσει την ξερή γη του καλοκαιριού. Πέφτουν οι σταγόνες και η γη αναπνέει.

Σχεδόν είχα φτάσει. Έβλεπα το σπίτι που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Είχα ετοιμάσει και όλα εκείνα που θα έλεγα στον πατέρα μου μόλις τον αντίκριζα : “Πατέρα δεν είμαι άξιος για να λέγομαι γιος σου. Πάρε με στη δούλεψη σου σαν έναν από τους εργάτες σου”. Πριν ακόμη προλάβω να τελειώσω τις σκέψεις μου, είδα να έρχεται σχεδόν τρέχοντας κατά πάνω μου ο πατέρας. Είχα καιρό να τον δω. Ήμουν στην αγκαλιά του και κλαίγαμε και οι δυο εκεί στη μέση του δρόμου. Τώρα ήξερα γιατί κλαίω. Ήταν τα δάκρυα της χαράς και της λύτρωσης. Πήγα να ψελλίσω τα λόγια της μετάνοιας μου που είχα ετοιμάσει, αλλά δεν πρόλαβα. Ήδη ήμουν πάλι το αρχοντόπουλο. Στολή, υποδήματα, δαχτυλίδι. “Ο γιος μου ήταν νεκρός και αναστήθηκε” φώναζε μέσα από τα κατάβαθα της ψυχής του ο πατέρας σε όποιον έβλεπε μπροστά του.

Κι άρχισε εκείνη την ημέρα το δείπνο της ευχαριστίας με το μόσχο το σιτευτό να θυσιάζεται για την επιστροφή του χαμένου προβάτου. Για την επιστροφή τη δική μου. Όμως πίστεψε με και τη δική σου. Ο Ιησούς δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα εύκολος ούτε καν σε αυτές τις τόσο απλές ιστορίες. Βλέπεις δεν έφτανε μόνο η δική μου επιστροφή και η άπειρη πατρική αγάπη. Χρειαζόταν κι ένας μεγάλος αδερφός που ήταν πάντα τύπος και υπογραμμός, αλλά και συνάμα μονοκόμματος και σκληρός. Εγώ δεν θα σας πως για τον αδερφό που δεν χάρηκε με την επιστροφή μου. Και δεν θα σας το πως γιατί ξέρω πως κι εκείνος χάρηκε, αλλά η ανθρώπινη αδυναμία της στιγμής δεν τον άφησε να το δείξει. Πάντα κάπως έτσι είναι μέσα σε μια οικογένεια. Μέσα σε ένα σπιτικό. Μέσα σε μια Κοινότητα. Το σημαντικό στην ιστορία μας είναι πως η πόρτα και η αγκαλιά ήταν ανοιχτές.

Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω...





Δεν υπάρχουν σχόλια: