Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016

Θεοφάνεια στη Σμύρνη.



Βλέποντας χθες την τελετή των Θεοφανείων στη Σμύρνη θυμήθηκα ένα παλιό μου κείμενο το οποίο έγραψα σε εκείνη την πρώτη μου επίσκεψη  και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Αγιάσος" το Γενάρη του 2002. 

Τέλη Ιούλη 2001, μπροστά στο ελληνικό Προξενείο της Σμύρνης. Κτήριο νεοκλασικό ανάμεσα σε άλλα το ίδιο επιβλητικά κτήρια, μάρτυρες μιας άλλης εποχής. Θυμήθηκα την Ανζέλ Κουρτιάν η οποία σημείωνε στα τετράδια της: « Αχ, αυτά τα σπίτια που τα καμάρωνα όταν περνούσαμε! Είχαν ένα συνήθειο στη Σμύρνη, να τρώνε με τις πόρτες ανοιχτές. Τα σπίτια ήταν διώροφα, πάντα υπερυψωμένα, με τρία – τέσσερα σκαλάκια, και οι πόρτες τους έμπαιναν λίγο μέσα, ώστε το χειμώνα δε βρεχόσουν μέχρι να σου ανοίξουν. Όταν άνοιγε η πόρτα, αμέσως ήταν η τραπεζαρία. Λοιπόν τα βράδια έβλεπες τις οικογένειες μαζεμένες τριγύρω σε φρεσκοσιδερωμένα, λινά, άσπρα τραπεζομάντιλα, και η υπηρέτρια απαραίτητη -με μαύρο φόρεμα, άσπρη ποδίτσα και μπονεδάκι στο κεφάλι- έφερνε τα φαγιά στο τραπέζι και έδινε σιωπηλά σε μια άλλη, βοηθό, ό,τι περιττό υπήρχε. Τα σερβίτσια άστραφταν και τα ποτήρια ήταν πάντα ακριβά, κολονάτα. Συναγωνιζόντουσαν στη γειτονιά για την καλύτερη εμφάνιση και οι πάντα οι πόρτες ορθάνοιχτες, και πάντα η υπηρέτρια όρθια, πίσω στη γωνιά του τραπεζιού, κοίταζε να μη λείψει τίποτα και ν΄ αλλάξει αμέσως σερβίτσιο. Μου άρεσε, όταν περνούσα να κοιτώ. Λες και ήταν συνεννοημένοι, όλες οι πόρτες ανοιχτές την ίδια ώρα. έτρωγαν κι έξω έπεφτε άπλετο φως που σε προκαλούσε να κοιτάξεις μέσα ».

Απέναντι από το Προξενείο η θάλασσα. Μια τεράστια παραλία εκτείνεται ίσαμε την άκρη του ορίζοντα. Μόλις έχουμε τελειώσει τις απαραίτητες διατυπώσεις για να ανοίξουμε τον ναό της Αγίας Φωτεινής. Ξέραμε από τα πριν ότι δεν έχει καμία σχέση με τον μεγαλόπρεπο ναό και το πανέμορφο καμπαναριό του παρελθόντος. Αλλά και η σημερινή η Σμύρνη ποια σχέση να έχει με την πόλη που περιγράφει η Διδώ Σωτηρίου; « Οι πρώτες μέρες μας στη Σμύρνη είχαν κέφι και συγκινήσεις. Γυρίζαμε εδώ κι εκεί σαν περιηγητές και γεμίζαμε τα μάτια και την ψυχή μας νέα θεάματα και νέες εντυπώσεις, με την άπληστη διάθεση που έχει κανείς για το καινούριο, το φευγαλέο και το προσωρινό. Η μεγάλη πολιτεία με τα άγνωστα σπίτια, τον άγνωστο κόσμο, την άγνωστη ρυμοτομία, τις άγνωστες εκπλήξεις, μας κρατούσαν σε συνεχή έξαψη. Στο Αϊντίνι ήξερες τον καθένα με το όνομα του. Ήξερες που πηγαίνει, όταν βγαίνει την τάδε ώρα, τι λέει όταν συναντιέται με τον άλλον , πού και πώς διασκεδάζει, γιατί τρέχει και ιδρωκοπάει, γιατί παντρεύεται και από τι πεθαίνει. Εδώ το καινούριο βιβλίο με τις ζωηρές εικόνες δεν τελείωνε εύκολα και τα ερωτηματικά ήταν πολλά κι οι γρίφοι σου ζητούσανε μια κάποια λύση, έστω και φανταστική. Δε μας ξέρανε εδώ οι πολλοί άνθρωποι και δεν τους ξέραμε ούτε κι εμείς, κι έτσι νιώθαμε τόση ελευθερία. Το Και , το Παραλλέλι, η Μπελαβίστα, οι Βερχανέδες, οι Μεγάλες Ταβέρνες, το Μπουλβάρ-Αλιότι, ο Κουλές, τα Τράσα, η Αγία-Φωτεινή, η Αγία Κατερίνα, τα βαποράκια του Κορδελιού, το τραμ της προκυμαίας που τόσερναν άλογα, τα κατάμεστα με εύθυμο κόσμο κέντρα, οι πουλητάδες των γιασεμιών, τα μονά-ζυγά φιστίκια, τα «Πολιτάκια» με τα σαντούρια, οι πεταχτές γυναίκες, όλα, έμοιαζαν σαν εύθυμες, χτυπητές κορδέλες, που έπλεκαν ένα χαρωπό γαϊτανάκι. Και μέσα σ΄ αυτά η μητέρα να μπαινοβγαίνει μαζί μας στα καταστήματα και ν΄ αγοράζει τη χαρά του περιττού μέσα σε μεγάλα και μικρά πακέτα».

Είχα καθίσει σ΄ ένα από τα παγκάκια στην παραλία ακριβώς απέναντι από το Προξενείο. Η θάλασσα μπροστά μου είχε πάρει το βαθύ μπλε της χρώμα και κάτι μικρά λευκά κυματάκια έσκαγαν στην τσιμεντένια προκυμαία. Ήταν μεσημέρι και ο ήλιος του Αυγούστου έκαιγε ζεστός από πάνω μου. Καθώς γύρναγα τις σελίδες του τουριστικού οδηγού η ματιά μου έπεσε σε μια από εκείνες τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που είχαν τραβηχτεί κατά τη διάρκεια της πυρπόλησης της Σμύρνης. «…από την Σμύρνη έφτανε στο Κορδελιό η ανταύγεια της φωτιάς που αντανακλούσε στις προσόψεις των κτιρίων και κοκκίνιζαν σαν το αίμα που εχύνονταν στη Σμύρνη. Μέχρι μέσα στο μεγάλο σαλόνι έφτανε η κόκκινη ανταύγεια και όλα κοκκίνιζαν μέσα στο σπίτι. Ο καιρός ήταν συννεφιά και η ανταύγεια αυτή έφτασε στα σύννεφα, κοκκίνισε ο ουρανός, νόμιζες ότι έφτασε η Δευτέρα Παρουσία και ότι θα πάρουν φωτιά οι ουρανοί. Το θέαμα ήταν τρομακτικό, ακούγαμε το μουγκρητό της φωτιάς, τις φωνές εκατοντάδων χιλιάδων γυναικοπαίδων που ζητούσαν βοήθεια…» (Κωνστ. Πολίτη, Μικρά Ασία, 1975)

Ξαφνικά η ήσυχη και γαλήνια γαλάζια θάλασσα μπροστά μου άρχισε να μεταμορφώνεται. Από παντού ερχόταν κόσμος που έτρεχε αλαφιασμένος προς τη θάλασσα. Έκανα να κοιτάξω προς τη μεριά της πόλης και το μόνο που μπορούσα να δω ήταν οι φλόγες και ο καπνός. «Στέκαμε γραμμή για να μπαρκάρουμε. Ό,τι είχαμε, μπόγους, βαλίτσες, τα πετούσαν για να περάσουν. Πέρασε η μητέρα μου, η αδερφή μου έπεσε κάτω, ο κόσμος την πατούσε, δεν μπορούσε να σηκωθεί. Ένας στρατιώτης, καθώς βάσταγε το μωρό της το τρύπησε με την ξιφολόγχη. Το πέρασε από τη μια άκρια της φασκιάς ως την άλλη. Τι να κάνει; Το ΄βαλε σε μιαν ακρούλα. Ζήσε κόρη μου για τα άλλα σου παιδιά» της είπε η μάνα μας». (Η Έξοδος, τ. Α΄ - Μαρτυρία Άννας Καραπέτσου)

Άλλοι σώθηκαν και άλλοι χάθηκαν. Γίνανε μάρτυρες μιας τραγωδίας που ακόμη και σήμερα μετά από 80 χρόνια δύσκολα αποτυπώνεται πάνω στο χαρτί. Ίσως να μην είναι και απαραίτητο. Είναι αποτυπωμένα όλα στις μνήμες και στις καρδιές. Ήρθε στο νου μου ένα δημοτικό τραγούδι που είχα ακούσει στο πρώτο μου ταξίδι στη Μυτιλήνη:
« Εσείς βουνά της Άγκυρας και της Μικράς Ασίας,
ποτέ σας μην ανθήσετε, ποτέ μη λουλουδίστε,
για το κακό που πάθαμε στις δεκατρείς τ΄ Αυγούστου.
Γιόμισαν τα βουνά κορμιά κι οι κάμποι παλληκάρια.
Κι άλλα παιδιά ν΄ αιχμάλωτα, κι άλλα ν΄ λαβωμένα,
Κι ένα παιδί απ΄ τον τόπου μας άλλων παιδιώνε λέει:
Βλέπω παιδιά ΄τοιμάζεστε στον τόπο μας να πάτε.
Ντουφέκι να μην ρίξετε, τραγούδι μην ειπείτε.
Κι αν σας ρωτήσει η μάνα μου κι ο δόλιος μου πατέρας,
πέστε τους πως παντρεύτηκα εδώ μεσ΄ στην Τουρκία.
Πήρα την πλάκα πεθερά, τη μαύρη γη γυναίκα,
δυο κυπαρίσσια αγκαλιά στο μνήμα μου απάνου».

Ο ήλιος κόντευε να δύσει. Ώρα πολύ είχαμε σταθεί εκεί απέναντι από το Ελληνικό Προξενείο της Σμύρνης. Αμέριμνα μερικά τουρκόπουλα έπαιζαν με μια μπάλα, ενώ λίγο πιο πέρα μια γιαγιά τουρκάλα κάτι έλεγα στην εγγόνα της. Ποιος ξέρει. Μπορεί να ιστορούσε τις όμορφες στιγμές που είχαν για αιώνες περάσει με τους Ρωμιούς. Τότε που μοιράζονταν τις χαρές και τις λύπες της καθημερινότητας τους. Ίσως όμως και να ΄λεγε για τον όμορφο Ρωμιό που τις είχε κλέψει την καρδιά, τότε που και αυτή ήταν νέα και δροσερή κοπέλα.

Η γερόντισσα σταμάτησε τη διήγηση απότομα. Το ίδιο και τα παιδιά σταμάτησαν το παιχνίδι. Και το βουητό του δρόμου κι αυτό χάθηκε. Από τη δημοσιά ερχόταν ψαλμωδίες που όλο και δυνάμωναν. Μια μεγαλόπρεπη λιτανευτική πομπή μας ζύγωνε. Λάβαρα, εξαπτέρυγα, παπάδες με άμφια χρυσά και στο τέλος της πομπής ο Δεσπότης, ο Χρυσόστομος Σμύρνης, με την αναστάσιμη φορεσιά του, κρατώντας στα χέρια του το Σταυρό, βαμμένο κόκκινο από το αίμα των αθώων, Ρωμιών και Τούρκων.

Η πομπή χάθηκε μέσα στο σύθαμπο κι εγώ έμεινα εκεί αποσβολωμένος, ανήμπορος να καταλάβω τι απ ΄ όλα αυτά είναι αλήθεια και τι όνειρο…


π. Ι.Κ      


Δεν υπάρχουν σχόλια: