Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016

Συννεφιασμένη Κυριακή.



Σήμερα κατάφερα να δω την ταινία "Ουζερί Τσιτσάνης" που για αρκετές μέρες λίγο μετά το Πάσχα έβλεπα να γίνονται τα γυρίσματα σε διάφορα σημεία της Θεσσαλονίκης. Βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη η ταινία διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη το 1942-1943. Στην υπό γερμανική κατοχή πόλη, ο Γιώργος και η Εστρέα είναι ερωτευμένοι. Όμως ο έρωτας ανάμεσα σε έναν Χριστιανό και μία Εβραία είναι απαγορευμένος. Η περιπετειώδης ιστορία αγάπης, παγιδευμένη ανάμεσα σε ένα απάνθρωπο ολοκληρωτικό καθεστώς και τον παραλογισμό των φυλετικών διακρίσεων, βρίσκει καταφύγιο στο ιστορικό Ουζερί Τσιτσάνης. Εκεί ο μεγάλος Έλληνας συνθέτης Βασίλης Τσιτσάνης διανύει τα πιο δημιουργικά του χρόνια και συνθέτει τα πιο γνωστά του τραγούδια, ανάμεσα στα οποία και την καθοριστική Συννεφιασμένη Κυριακή.

Μεγαλωμένος στη Θεσσαλονίκη έχω συναντήσει αρκετές φορές στο δρόμο, αλλά και σε κάποιες λογοτεχνικές εκδηλώσεις σε κάποια από τα γνωστά βιβλιοπωλεία το Γιώργοα Σκαμπαρδώνη. Δεν έχω διαβάσει το ομόνυμο βιβλίο κι έτσι η πρώτη επαφή με το έργο είναι μέσω της ταινίας. Ψάχνοντας περισσότερες πληροφορίες για το συγγραφέα διαβάζω από τον ίδιο : "Γεννήθηκα το 1953 στη Θεσσαλονίκη. Μεγάλωσα μεταξύ Χαριλάου και Βούλγαρη, δίπλα στη γειτονιά όπου μεγάλωσε και η Ζωή Σαμαρά, γυναίκα του Τσιτσάνη κι όπου για ένα διάστημα έζησε κι ο συνθέτης. Περπατώ ακόμα στα ίδια χώματα. Μια Συννεφιασμένη Κυριακή του 1993 μου γίνεται έμμονη ιδέα να μπω, για λίγες σελίδες, στην ψυχή του κουνιάδου του Βασίλη Τσιτσάνη, Αντρέα Σαμαρά, με τον οποίο ο συνθέτης ανοίγει το 1942 ένα ουζερί, στην οδό Παύλου Μελά 22, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης - δεν ζούσα τότε για να είμαι στην παρέα τους: μέρες γερμανικής κατοχής, αντίστασης, εμφυλίου, εξόντωσης των Εβραίων, πείνας και μέσα σ’ όλα αυτά ο Τσιτσάνης να γράφει τα καλύτερα τραγούδια του.  Το "Ουζερί Τσιτσάνης" δουλεύει ακριβώς στο μάτι της καταιγίδας, κόντρα και ταυτόχρονα έξω απ’ αυτήν και συνεχίζει, μετά τη φυγή του συνθέτη στην Αθήνα το '46, να ζει θρυλικά μέσα στο μυαλό μου, σε διάφορες παραλλαγές. Η ιστορία, επομένως, που ακολουθεί είναι τόσο πραγματική και τόσο φανταστική όσο κι ο τεκές του Σιδέρη και τα περιγιάλια της Παραγουάης του Τσιτσάνη - της δικής του Παραγουάης..." 

Τις περισσότερες μου Κυριακές μετά τη Λειτουργία μου αρέσει να τις περνάω με την οικογένεια μου. Μεσημεριανό φαγητό, κουβέντα, μοίρασμα και δώσιμο. Η μητέρα είναι συχνά συνοδός μου στις κινηματογραφικές μου αποδράσεις. Έτσι και σήμερα. Κάθε λίγο βλέποντας την ταινία μου ψυθίριζε πως όλα αυτά τα είχα ακούσει δεκάδες φορές να της τα διηγείται η γιαγιά της η οποία έζησε τόσο τη γερμανική κατοχή στη Θεσσαλονίκη, όσο και τις βιαιότητες κατά των Εβραίων. Άλλωστε η γιαγιά με τα παιδιά της βρέθηκαν να ζούνε σε κάποιο από τα σπίτια των Εβραίων τα οποία δόθηκαν σε οικογένειες της πόλης στην περιοχή της Ξηροκρήνης.  Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι μικροί σκεφτόμουν καθώς ένιωθα την ενέργεια και τη συναισθηματική φόρτιση μέσα στην αίθουσα. Η ιστορία της πόλης μας , μέσα από την ιστορία ενός μεγάλου της μουσικής του Βασίλη Τσιτσάνη. 

Κάνω μια μικρή ακόμη περιήγησ στο διαδίκτυο και διαβάζω την κριτική της Ειρήνης Ορφανίδου στο thetoc.gr : "Οταν κυκλοφόρησε το (ιστορικό) μυθιστόρημα του δημοσιογράφου – συγγραφέα, Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Ουζερί Τσιτσάνης», το 2001, λίγα ήταν γνωστά για τα νεανικά χρόνια του Βασίλη Τσιτσάνη στη Θεσσαλονίκη. Και όσα, νομίζαμε ότι ξέραμε, ήταν λιγάκι θολά. Παράδειγμα, ο Τσιτσάνης (για τους κολλητούς του, Τσίλας) γράφει τα χρόνια εκείνα, της Κατοχής, και μέχρι το 1946, οπότε και κατεβαίνει στην Αθήνα, μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του, μεταξύ αυτών και τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Ενώ, φανατικός θαυμαστής του –σε μία εφιαλτική στιγμή της ιστορίας, για την κατεχόμενη Θεσσαλονίκη, με το έντονο εβραϊκό στοιχείο, διπλά εφιαλτική, αφού από τον παλιό Σταθμό της πόλης, ξεκινούν τα πρώτα τρένα για το Αουσβιτς- είναι ο Νικόλαος Μουσχουντής, διοικητής της Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης και μετέπειτα, κουμπάρος του. Το βιβλίο του Σκαμπαρδώνη, ήρθε τότε να φωτίσει, όχι μόνο μία σημαντική «στιγμή» του Βασίλη Τσιτσάνη -που «δεν είχε διερευνηθεί επαρκώς», όπως λέει ο συγγραφέας- αλλά και να ανασυστήσει μια ολόκληρη εποχή. Ο Σκαμπαρδώνης ήταν σαφής από την αρχή: Παρότι, η έρευνα κράτησε οκτώ χρόνια, με μαρτυρίες, αλλά και στοιχεία από το Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης («στοιχεία που βρήκα σε κούτες»), δεν πρόκειται για «ντοκιμαντέρ», έλεγε. «Το βιβλίο ενέχει την αυθαιρεσία που θέλει το μυθιστόρημα».

Και μια τελευταία σκέψη για την κινηματογραική αίθουσα. Μέχρι και σήμερα αποτελεί τον καλύτερο τρόπο για να ταξιδεύεις στο χρόνο, ζώντας το χθες στο σήμερα και αναπνέοντας το αύριο.
Καληνύχτα! 




Δεν υπάρχουν σχόλια: