Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ

Εδώ και αρκετά χρόνια και στην πατρίδα μας το θέμα των μεταναστών προκαλεί στην ελληνική κοινωνία μια καθημερνή συζήτηση και προβληματική। Χιλιάδες είναι εκείνοι οι άνθρωποι που έχουν περάσει και συνεχίζουν να περνάνε τα σύνορα της Ελλάδας όχι πάντα κάτω από τις καλύτερες των συνθηκών, προσπαθώντας είτε να κατευθυνθούν προς άλλες χώρες της Ευρώπης , είτε να παραμείνουν στην Ελλάδα , ως εργατικό δυναμικό.

Το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει μεταναστευτική πολιτική από την πλευρά της Πολιτείας θα το αφήσουμε σε άλλους να το διαπραγματευτούν। Τα πρόσφατα γεγονότα της Νομικής Σχολής Αθηνών, έδειξαν πως το όλο σύστημα χωλαίνει, όπως και η συζήτηση περί «φράχτη» στα ελληνοτουρκικά σύνορα δείχνει πως ακόμη το θέμα της μεταναστευτικής πολιτικής κουβεντιάζεται με αμηχανία και χωρίς μια συγκεκριμένη προοπτική.

Αυτό που έχει για εμάς σημασία ως Εκκλησία είναι να δούμε κατά πόσο μπορούμε ή ακόμη περισσότερο κατά πόσο έχουμε δημιουργήσει τις υποδομές για την αντιμετώπιση της ποιμαντικής πρόκλησης που προκύπτει από τους μετανάστες στον τόπο μας। Δεν υπάρχει ούτε μια Μητρόπολη της Ελλαδικής Εκκλησίας που να μην έχει μετανάστες στα όρια της, αφού τόσο στα μεγάλα αστικά κέντρα, όσο και στην επαρχία ζούνε μετανάστες . Άνθρωποι οι οποίοι προσπαθούν να επιβιώσουν σε ένα περιβάλλον όχι πάντα φιλικό απέναντι τους. Ιρανοί, Ιρακινοί, Πακιστανοί, Αφγανοί, Κούρδοι, Αφρικανοί, Αλβανοί κ.α. οι οποίοι έφτασαν μέχρι εδώ για ένα καλύτερο αύριο. Με μια πρώτη ματιά μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ήρθαν μετά πολλών κόπων και βασάνων στη «γη της επαγγελίας», δεν βρήκαν αυτό που ίσως ονειρεύονταν. Σε καμία περίπτωση δεν μιλάμε για πολυτέλειες και άλλες «χλιδάτες καταστάσεις», αλλά για το αυτονόητο : φαγητό, στέγη, υγειονομική περίθαλψη, εργασία, νόμιμη άδεια παραμονής.

Η Εκκλησία στον τομέα αυτό θα είχε πολλά να προσφέρει। Και δεν έχει να κάνει αυτή η προσφορά μόνο με τις Τράπεζες Αγάπης, που προσφέρουν φαγητό, το οποίο είναι σημαντικό, αλλά σίγουρα δε λύνει το πρόβλημα μακροπρόθεσμα. Αυτό που πρωτίστως όλοι μας ως Εκκλησία έχουμε υποχρέωση να κάνουμε είναι να μάθουμε να βλέπουμε το πλήθος αυτό των μεταναστών ως «εικόνες» του Θεού και όχι ως αντικείμενα εκμετάλλευσης ή ως παιδιά ενός κατώτερου Θεού. Θα ήμασταν ανέντιμοι και ανειλικρινείς αν δεν παραδεχόμασταν πως ακόμη μέχρι και σήμερα η ρατσιστική διάθεση δεν είναι συναίσθημα κάποιον λίγων, αλλά όλο και πληθαίνουν οι φωνές εκείνων που πιστεύουν πως η εγκληματικότητα είναι «έγχρωμη».

Αναρωτιέμαι όμως αν σκεφτόμασταν με τον ίδιο τρόπο πριν περίπου μια εικοσαετία όταν τα φτηνά εργατικά χέρια, με τα χαμηλά μεροκάματα και την ανασφάλιστη εργασία έμοιαζε με «μάννα εξ ουρανού», αφού πλέον όλες οι χειρονακτικές εργασίες γίνονταν από τους μετανάστες। Ακόμη θυμάμαι τη φράση των κατοίκων των Σποράδων που έλεγαν πως χάρη στου Αλβανούς μάζεψαν τις ελιές που για χρόνια έπεφταν στο χώμα και σάπιζαν. Αλλά και πρόσφατα, αν κανείς έκανε μια βόλτα είτε στα Ολυμπιακά έργα, είτε στα έργα της Εγνατίας οδού, θα έβλεπε να δουλεύουν αλλοδαποί, αφού πλέον για εμάς τους Έλληνες οι χειρονακτικές εργασίες δεν είναι στη λίστα των προτιμήσεων μας. Ούτε τότε, αλλά ούτε και τώρα καταφέραμε να βάλουμε στην άκρη το προσωπικό κέρδος, αντιμετωπίζοντας όλους αυτούς τους ανθρώπους ως ίσους, όπως άλλωστε θα ήθελε και ο Χριστός και το Ευαγγέλιο Του.

Επομένως πριν καταρτίσουμε οποιοδήποτε πρόγραμμα ποιμαντικής για τους μετανάστες, θα πρέπει να εκπαιδεύσουμε «εαυτούς και αλλήλους» στην αλλαγή αντιμετώπισης του «άλλου», ο οποίος βρίσκεται σε κατάσταση ανάγκης κι ο οποίος είναι ένας από εκείνους τους ελάχιστους στους οποίους προσωποποιείται ο ίδιος ο Χριστός, όπως ο ίδιος μας πληροφορεί. Μέσα στο πλαίσιο αυτής της ποιμαντικής αγωνίας θα έπρεπε εμείς οι ίδιοι να απαιτήσουμε τη δημιουργία λατρευτικών χώρων , όπως το απαιτούσαμε τότε που φεύγαμε μετανάστες στην Αμερική και στην Αυστραλία. Όταν ψάχναμε να βρούμε τόπο για να ακούσουμε το «Χριστός Ανέστη» σε ένα περιβάλλον άγνωστο, στο οποίο βρεθήκαμε για ένα καλύτερο μέλλον. Το ίδιο δικαίωμα έχουν και όλοι αυτοί που σήμερα είναι οικονομικοί μετανάστες στον τόπο μας, είτε είναι ισλαμιστές, ινδουϊστές ή βουδιστές. Λαμπρό παράδειγμα η Θεολογική Σχολή της Θεσσαλονίκης η οποία χρόνια πριν είχε παραχωρήσει τον τελευταίο όροφο του κτηρίου της στους μουσουλμάνους φοιτητές που σπούδαζαν στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, για να μπορούν να πραγματοποιούν τις λατρευτικές τους ακολουθίες.
Όλα τα παραπάνω δεν είναι τίποτε άλλο από σκέψεις αυτονόητες. Θα έπρεπε να είχαν δρομολογηθεί εδώ και καιρό, τόσο από την Πολιτεία όσο και από την Εκκλησία και όχι να πηγαίνουν από επιτροπές σε υποεπιτροπές που το μόνο που κάνουν είναι να ροκανίζουν πολύτιμο χρόνο. Ήρθε ο καιρός για αποφάσεις που να δείχνουν την ωριμότητα, την πολιτιστική μας μεγαλοψυχία , μα κυρίως τον ευαγγελικό τρόπο σκέψης μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: