Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2009

ΜΗ ΦΟΒΑΣΑΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ…

Μη φοβάσαι το θάνατο. Κοίταξε τον κατάματα. Δεν είναι πιο δυνατός από εσένα. Άλλωστε ζεις μαζί του από την ημέρα που για πρώτη φορά αντίκρισες το φως του ήλιου. Τίποτε δεν ήταν πιο σίγουρο για εσένα , παρά μόνο το ότι θα πεθάνεις. Κι εσύ, κι εγώ και όλοι μας…

Κι όμως ξέρεις πως μπορείς να διώξεις το φόβο του θανάτου; Με το να μάθεις να ζεις. Αλλά να ζεις πραγματικά. Όχι δήθεν ζωή, όχι μια ιδέα από ζωή. Να ρουφάς την στιγμή, σαν να είναι η πρώτη και η τελευταία φορά που βλέπεις την ανατολή και τη δύση του ήλιου, τα κύματα της θάλασσας, τα πουλιά που πετάνε, του λουλούδι που ανθίζει, τη βροχή που πέφτει επάνω σου…
Τότε μόνο η ζωή δεν θα είναι απλά μια επανάληψη της ίδιας ζοφερής καθημερινότητας. Θα γίνει πανηγύρι, κάτι σαν την παιδική χαρά που πήγαινες παιδί στη γειτονιά σου, κρατώντας σφιχτά το χέρι της μαμάς, τότε που ανακάλυπτες τον κόσμο.

Διαβάζοντας βρήκα ένα γράμμα …το γράμμα του ετοιμοθάνατου Όσκαρ…

Αγαπητέ Θεέ,

Ευχαριστώ που ήρθες.

Διάλεξες την καλύτερη στιγμή, γιατί είχα τα χάλια μου. Όταν ξύπνησα έστρεψα το κεφάλι προς το παράθυρο για να δω το χιόνι.

Και τότε κατάλαβα ότι ερχόσουν. Ήταν πρωί. Ήμουν μόνος πάνω στη γη. Ήταν τόσο νωρίς, που τα πουλάκια ακόμη κοιμόνταν, που η νυχτερινή νοσοκόμα, η κυρία Ντικρί , έπαιρνε ακόμα τον υπνάκο της, που εσύ προσπαθούσες να φτιάξεις το ξημέρωμα. Ζοριζόσουν αλλά επέμενες. Ο ουρανός ξεθώριαζε. Γέμιζες την ατμόσφαιρα με άσπρο, με γκρίζο, με γαλάζιο, έδιωχνες τη νύχτα, ξυπνούσες τον κόσμο. Χωρίς σταματημό. Και τότε κατάλαβα σε τι διαφέρεις απ΄ όλους εμάς: είσαι ακατάβλητος! Είσαι αυτός που δεν κουράζεται ποτέ. Πάντα στη δουλειά. Και να η μέρα! Και να η νύχτα! Και να η άνοιξη! Και να ο χειμώνας! Και να η Πέγκι! Και να ο Όσκαρ! Και να η θεία Ροζ! Τι υγεία!

Κατάλαβα ότι ήσουν εδώ, ότι μου έλεγες το μυστικό σου: Κοίτα τον κόσμο σαν να ΄ταν η πρώτη φορά.

Ε λοιπόν την ακολούθησα τη συμβουλή σου: Σαν να ΄ταν η πρώτη φορά. Κοίταζα το φως, τα χρώματα, τα δέντρα, τα πουλιά, τα ζώα. Ένιωθα τον αέρα να περνάει μέσα από τα ρουθούνια μου, να εισπνέω. Άκουγα τις φωνές που έρχονταν από το διάδρομο σαν απ΄το θόλο μιας εκκλησίας. Ζούσα. Ριγούσα από χαρά. Η ευτυχία της ύπαρξης. Ήμουν μαγεμένος.

Σ΄ευχαριστώ, Θεέ, που το ΄κανες αυτό για χάρη μου. Αισθανόμουν ότι με είχες πάρει από το χέρι και με οδηγούσες στην καρδιά του μυστηρίου για ν΄ αντικρίσω το μυστήριο. Ευχαριστώ.

Τα λέμε. Φιλάκια, Όσκαρ.

Από το βιβλίο «Αγαπητέ Θεέ» του Έρικ Εμανουέλ Σμιτ (Εκδόσεις ΟΠΕΡΑ)

Δεν υπάρχουν σχόλια: