Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

" Εγώ Πατήρ, εγώ νυμφίος, εγώ οικία,εγώ τροφεύς, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος.Παν όπερ αν θέλης εγώ.Μηδενός εν χρεία καταστής. Εγώ δουλεύσω.Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι.Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλήκαι αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.Μόνον οικείως έχε προς εμέ.Εγώ πένης διά σε και αλήτης διά σε,επί σταυρού διά σε, επί τάφου διά σε,άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί,κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.Πάντα μοι συκαι αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.Τι πλέον θέλεις; "

Ποιος άραγε θα μπορούσε καλύτερα και με περισσότερο λυρισμό ποιητικό να αποδώσει επάνω στο άψυχο λευκό χαρτί , τη δυνατότητα οι λέξεις να γίνονται μουσική υπερκόσμια περιγράφοντας το ποιος είναι ο Χριστός για εμένα, για εσένα για τον καθένα από εμάς που λογιζόμαστε αδέλφια και συγκληρονόμοι Του.
Γεννήθηκε το 354 στην Αντιόχεια υπό τον ανώτερο αξιωματικό Σεκούνδο και τη θαυμαστή Ανθούσα, που μόλις είκοσι ετών έμεινε χήρα. Έκανε τον Ιωάννη ν' αγαπήσει μόνο την αρετή, όπως και η ίδια. Έλαβε σπουδαία μόρφωση. Σπούδασε ρητορική, νομική και φιλοσοφία. Ήταν δραστήριος, κοινωνικός, εργατικός, ευφυής, μνήμονας, θαρρετός και δίκαιος. Είχε μέσο ανάστημα, βαθουλωμένο πρόσωπο, πλατύ μέτωπο. Δεν ήταν τόσο ωραίος. Είχε όμως μια χρυσή γλώσσα και καρδιά, αληθινά Χρυσόστομος και χρυσόκαρδος.

Λέγεται πως ποτέ δεν βλαστήμησε, δεν είπε ψέματα, δεν κακολόγησε, δεν χλεύασε κανένα. Φιλάρετος, φιλάδελφος και φιλόθεος. Αυστηρός στον εαυτό του κι επιεικής στους άλλους. Κατάφερε να προσηλώνει τη διάνοιά του από νέος μόνο εκεί που ήθελε. Μόνο στο αγαθό. Όταν αργότερα στις ομιλίες του ύψωνε τη φωνή του δεν ήταν από θυμό και γιατί έχανε τον έλεγχο του, αλλά ήθελε να προκαλέσει την προσοχή και τη διόρθωση. Ανοικτός τύπος, με ωραία οράματα, προγράμματα και σχέδια.Αρκετά νέος κατευθύνθηκε στην έρημο, στην ησυχία της οποίας, με άσκηση και προσευχή, μελέτησε καλά τον εαυτό του. Η εντρύφηση των Γραφών του’ δωσε ιδιαίτερα βαθιά γνώση, όπως φαίνεται στις πολλές ερμηνευτικές ομιλίες του. Η σκληρή ασκητική ζωή τον αρρώστησε σοβαρά και τον ανάγκασε να επιστρέψει στην πολύβουη πόλη. Χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος από τους αγίους Μελέτιο και Φλαβιανό. Λέγεται πώς ήταν τόση η ευγλωττία του, που στα κηρύγματά του συνάζονταν όλη η πόλη, που από τον ενθουσιασμό τον διέκοπτε και τον χειροκροτούσε. Η λαμπρή ευφράδεια του τον ονόμασε Χρυσόστομο.

Μιλούσε πολύ για ελεημοσύνη, δικαιοσύνη, ταπεινοφροσύνη και μετάνοια. Υπήρξε ο μεγαλύτερος ιεροκήρυκας όλων των αιώνων. Όμως η δράση του δεν μπορούσε να εξαντληθεί μόνο στο κήρυγμα. Οργάνωνε τη φιλανθρωπία, ασχολούνταν με τον καθένα προσωπικά και με τόλμη υποστήριζε άφοβα τους αδικημένους. Εκεί όμως που αναδείχθηκε άριστος ποιμένας και διδάσκαλος ήταν ο αρχιεπισκοπικός θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως. Απτόητος στιγμάτισε την αδικία, την υπερπολυτέλεια και την υποκρισία. Δίνοντας το καλό παράδειγμα εκποίησε τον πλούτο της αρχιεπισκοπής, για την ανέγερση πτωχοκομείων, νοσοκομείων και ξενώνων. Στάθηκε αυστηρός στους απρόσεκτους κληρικούς.Ένας όσιος ελέγχει τους ανόσιους κι όταν ακόμη σιωπά. Δεν άργησε να έλθει ο φθόνος και η εχθρότητα κατά τού αγίου αρχιεπισκόπου. Συνεργάσθηκε η κακία με τη ζήλεια και τη συκοφαντία και τον εξόρισαν μακριά. Ο λαός πήγε να ξεσηκωθεί. Ο Χρυσόστομος δεν τον άφησε. Υπέμεινε την αδικία με αταραξία και σιωπή. Ασυμβίβαστος με την έπαρση της εξουσίας ακολούθησε τον δρόμο της πικρής εξορίας.

Εξέπνευσε περίπου πενήντα ετών στα παγωμένα μάρμαρα μιας εκκλησίας στα Κόμανα τού Πόντου λέγοντας: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν!» στις 14.9.407.

Η ποιμαντική αγωνία του αγίου πατρός τέτοια που δεν φοβάται μήπως και κακοκαρδίσει ή δεν γίνει αρεστός στο ποίμνιο του. Εκφράζει την αγωνία και τα παράπονα του κάθε φορά που βλέπει να συμβαίνουν φαινόμενα όχι ιδιαίτερα ευχάριστα.

Παραπονείται, λοιπόν, ο Άγιος για την συμπεριφορά των πιστών μέσα στο ναό, για τις πολλές απουσίες τους, για την αδιαφορία τους: «Σήμερα όλοι σας έχετε μεγάλη χαρά. Μόνον εγώ έχω απέραντη λύπη. Κι αυτό, γιατί όταν αναλογισθώ πώς όταν πέραση η εορτή και αυτό το πλήθος πάλι θα εξαφανισθή. Καίγομαι και λυπούμαι κατάκαρδα. Τόσα παιδιά γέννησε η Εκκλησία και όμως δεν τα βλέπη για να τα απόλαυση σε κάθε σύναξι, αλλά μόνον όταν υπάρχη κάποια μεγάλη εορτή. Πόση αγαλλίασις πνευματική, πόση χαρά, πόση δόξα για τον Θεό, πόση ωφέλεια για τις ψυχές θα υπήρχε, αν σε κάθε σύναξι βλέπαμε να είναι γεμάτη η εκκλησία;Τι μπορώ, για πες μου, να σε διδάξω για όλα τα αναγκαία της πίστεως, όταν έρχεσαι στην εκκλησία μία ή δύο φορές τον χρόνο; Για την ψυχή, για το σώμα, για την αθανασία, για την Βασιλεία των ουρανών, για την κόλασι, για την γέεννα, για την μακροθυμία τού Θεού, για την συγχώρησι, για την μετάνοια, για το βάπτισμα, για την άφεσι των αμαρτιών, γι' αυτή την δημιουργία, την ουράνια και την επίγεια, για την φύσι των αγγέλων, για την κακουργία των δαιμόνων, για τα τεχνάσματα τού διαβόλου, για τον τρόπο ζωής των Χριστιανών, για τα δόγματα, για την ορθή πίστι, για τις διεφθαρμένες αιρέσεις;» (Λόγος εις το άγιον Βάπτισμα).

Παραπονείται για την αδιαφορία των Χριστιανών για τα πνευματικά. Ερμηνεύων το τού Κυρίου «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται ημίν» (Ματθαίου ΣΤ', 33), αναφέρει:«Προσέξτε, μη ζητείτε, λέγει ο Κύριος, τα τού παρόντος βίου διόλου. Εμείς όμως συνεχώς αυτά ζητούμε. Λέγει να επιζητείτε τα επουράνια. Εμείς όμως ούτε για λίγη ώρα δεν τα επιζητούμε. Ίσα- ίσα όση μέριμνα επιδεικνύουμε για τα βιωτικά, τόσην ολιγωρία και αδιαφορία έχουμε για τα πνευματικά. Μάλλον δε η αδιαφορία μας είναι πολύ περισσότερη» (Ομιλία ΚΒ' εις τον Ματθαίον).
Ας επανέλθουμε όμως στο παράπονο τού ιερού Πατρός για την συμπεριφορά των Χριστιανών μέσα στον ναό: «Όταν γίνεται προσευχή, νέοι και γέροντες κάθονται ψυχροί. Ανάξιοι και καθαρματα μάλλον παρά νέοι, καγχάζοντας, συνομιλούντες και κοροϊδεύοντες αλλήλους, καθισμένοι στα γόνατα... Βλέπετε πόση κακία κατέχει την οικουμένη... Βλέπω και άλλους να κουβεντιάζουν όρθιοι, ενώ τελείται η θεία Λειτουργία. Οι δε πιο ανόητοι απ' αυτούς, όχι μόνον την ώρα της προσευχής αλλά και την ώρα που δέχονται την ευλογίαν τού ιερέως. Τι τόλμη, Θεέ μου, πότε θα έλθη η σωτηρία; Πώς θα μπορέσουμε να εξιλεώσουμε τον Θεό; Δεν καταλαβαίνεις ότι συμπροσεύχεσαι με αγγέλους; Με αυτούς συμψάλλεις, με αυτούς υμνείς και στέκεσαι και γελάς; Δεν φοβάσαι τον Θεό;» (Ομιλία ΚΔ εις τας Πράξεις).
Μεγάλη η αγωνία του για τη μετοχή των χρισταινών στο μυστήριο της ζωής : «Γνωρίζω ότι πολλοί από σας θα έλθουν να κοινωνήσουν επειδή ήλθε κάποια εορτή. Σας είπα και σας ξαναείπα: δεν πρέπει να εξετάζετε πότε θα έλθη η εορτή για να κοινωνήσετε, αλλά να καθαρίζετε την συνείδησί σας και τότε να εγγίζετε αυτή την ιερά θυσία. Γιατί ο μαγαρισμένος και ο ακάθαρτος, έστω και αν έλθη εορτή δεν δικαιούται να κοινωνήση εκείνη την άγια και φρικτή σάρκα. Ο καθαρός όμως, αυτός πού με ακριβή μετάνοια έχει σφογγίση τα πλημμελήματά του, και κατά την εορτή και πάντοτε μπορεί να συμμετέχη στα θεία Μυστήρια και έτσι να γίνεται άξιος των δωρεών του Θεού. Όμως μερικοί τα περιφρονούν όλα αυτά και ενώ είναι γεμάτοι από μύρια κακά, σαν δουν να έρχεται η εορτή, σαν να τους σπρώχνη κάτι, εγγίζουν τα άχραντα Μυστήρια, τα οποία ενώ είναι τέτοιοι ούτε να δουν δεν επιτρέπεται» (Λόγος εις το άγιον Βάπτισμα).
Για την μετοχή στην θεία Ευχαριστία χρειάζεται επιμελής προετοιμασία: «Σας παρακαλώ, όταν πρόκειται να μετάσχετε στην θεία Κοινωνία, πρέπει πριν από πολλές ημέρες να καθαρίζετε τους εαυτούς σας με μετάνοια, προσευχή, ελεημοσύνη και με απασχόληση στην πνευματική ζωή» (Λόγος ΣΤ' «Περί Ακατάληπτου»).
Και συνεχίζει για το ίδιο θέμα σε άλλη του ομιλία : «Υπάρχει ένα αμάρτημα. Ποιο; Το να μη προσέρχεσθε με φρίκη, αλλά κλωτσώντας, χτυπώντας, γεμάτοι θυμό, φωνάζοντας, κοροϊδεύοντας, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον, γεμάτοι ταραχή... Στην αγορά να υπάρχη ησυχία και στην εκκλησία κραυγές; Στο πέλαγος γαλήνη και στο λιμάνι τρικυμία; Γιατί θορυβείς; Πες μου, άνθρωπε μου, γιατί βιάζεσαι; Υπάρχει η ανάγκη κάποιων πραγμάτων; Αλλ' είναι δυνατόν να σκέπτεσαι κάποιες υποθέσεις, κατ' αυτήν την ώρα; Θυμάσαι ότι ευρίσκεσαι στην γη; Νομίζεις ότι ευρίσκεσαι ανάμεσα σε ανθρώπους; Και δεν είναι το μυαλό σου σκέτη πέτρα, το να νομίζης κατ' αυτόν τον καιρό ότι πατάς στην γη και ότι δεν συγχορεύεις με τους αγγέλους; Μυστήρια λέγονται και όντως είναι. Όπου δε υπάρχουν μυστήρια εκεί επιβάλλεται σιγή. Με πολλήν λοιπόν σιγή, με πολλή ευταξία, με την πρέπουσα ευλάβεια να προσερχώμεθα σ' αυτήν την θυσία» (Λόγος εις το άγιον Βάπτισμα).

Επικριτικός όμως ο άγιος και για τις ιεροκατηγορίες: «Ακονίζουμε την γλώσσα μας κατά των ιερέων» (ομιλία ΠΣΤ' εις το κατά Ιωάννην). «Εάν αυτοί που κακολογούν τον πατέρα ή την μητέρα τους πρέπει να θανατώνονται (κατά την Παλαιά Διαθήκη), ποιας τιμωρίας θα είναι άξιος αυτός που τολμά να κατηγορήση εκείνον που είναι κατά πολύ αναγκαιότερος και καλύτερος από τους γονείς; Και δεν φοβάται μήπως άνοιξη η γη και τον καταπιή ή μήπως πέσει κεραυνός απ' τον ουρανό και κατακαύση την κατηγορούσα γλώσσα του;» (Ομιλία εις Πρίσκιλλαν και Ακύλαν). Η χάρις των μυστηρίων δεν εξαρτάται από το ποιόν τού τελούντος κληρικού. Ο κληρικός απλώς «την εαυτού δανείζει γλώτταν και την εαυτού παρέχει χείρα» (ομιλία ΠΣΤ' εις το κατά Ιωάννην). Ο ιδιωτικός βίος τού κληρικού δεν παρακωλύει τον αγιασμόν των μυστηρίων. «Και δι' αναξίων είωθεν ο Θεός ενεργείν» (Ομιλία Η' εις την Α' προς Κορινθίους).«Δεν μας χαρίζεται η χάρις τού άγιου Πνεύματος εξ αίτιας της αρετής των ιερέων. Αυτός καθήκον έχει να ανοίγη το στόμα του, το πάν είναι έργον Θεού» (ομιλία ΠΣΤ' εις το κατά Ιωάννην). Και διά να μη παρεξηγηθή προσθέτει: «Τα λέγω αυτά χωρίς να παραδέχωμαι αυτούς που αναξίως μετέρχονται την ιερωσύνη. Τουναντίον πολύ λυπούμαι και δακρύζω» (αυτόθι).Δεν ανέχεται την υποκρισία των ψευδοευλαβών: «Είναι έργο υποκριτών να φιλάς τα χέρια των ιερέων φανερά και ενώ σε βλέπουν όλοι, στο σπίτι σου δε και στην αγορά να τον ξεπλένης με μύριες όσες κατηγορίες ή και να ανέχεσαι να ακούς τις βρωμιές των άλλων. Ουδέν γαρ ούτω τας Εκκλησίας λυμαίνεται ως το νόσημα τούτω» (Ομιλία εις το ασπάσασθαι Πρίσκιλλαν και Ακύλαν).

1600 και πλέον χρόνια έχουν περάσει από τότε που ο Ιερός Χρυσόστομος διατύπωσε όλα αυτά τα παράπονα για τους χριστιανούς της εποχής του. Πόσο πολύ όμως οι εποχές μοιάζουν μεταξύ τους. Ελάχιστες διαφορές των χριστιανών του σήμερα. Πάντα επομένως επίκαιρος ο λόγος του Αγίου. Λόγος ζωντανός, αληθινός, αφτιασίδωτος.

Με αυτήν την ευχή Σεβασμιώτατε Πάτερ και Δέσποτα επιτρέψτε μου, εκφράζοντας τους αδελφούς μου συμπρεσβυτέρους και διακόνους, αλλά και το χριστεπώνυμο πλήρωμα της επαρχίας σας, να τελειώσω την αποψινή μου προσλαλιά. Είθε ο προστάτης άγιος σας θεοφόρος πατήρ ημών Ιωάννης ο Χρυσόστομος να σας στολίζει με τις δικές του αρετές, ώστε για όλους εμάς να είστε ο φωτεινός φάρος της δύσκολης πνευματικής μας πορείας μέσα στον κόσμο , ώστε να καυχώμεθα εν Κυρίω για τον δικό μας χρυσόκαρδο Χρυσόστομο, τον ταπεινό Επίσκοπο και στοργικό πατέρα . AMHN!

Δεν υπάρχουν σχόλια: