Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2008

ΝΕΑΝΙΚΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ

Σχεδόν είχε πέσει η νύχτα. Στο ναό της Παναγίας το φως των καντηλιών έριχνε την ιλαρή του λάμψη πάνω στα πρόσωπα των αγίων. Κόντευε δεκαπενταύγουστος και το καλοκαίρι βρισκόταν στην καλύτερή του στιγμή. Ο ζεστός αέρας έμπαινε μέσα από το παράθυρο του παρεκκλησίου όπου από νωρίς ο πνευματικός της ενορίας είχε αρχίσει το μυστήριο της μετανοίας. Η τελευταία πονεμένη ψυχή, έβγαινε από το εξομολογητήριο ανάλαφρη και ανανεωμένη. «Δόξα σοι ὁ Θεός» ακούστηκε να ψελλίζουν τα χείλη του ιερέα, ο οποίος άρχισε να κατευθύνεται προς το θαυματουργό εικόνισμα της Παναγίας στον κυρίως ναό. Ήθελε να δει το πρόσωπο της Μάνας των ανθρώπων πριν και ο ίδιος φύγει, να την ευχαριστήσει για όλες τις χαρές και ευεργεσίες που του χαρίζει όλα αυτά τα χρόνια που υπηρετεί τη Χάρη της και να νιώσει τα μάτια της να τον αγγίζουν με τη στοργή και την αγάπη που μόνο μια μάνα γνωρίζει.

Σκεφτόταν όλα όσα άκουσε στην εξομολόγηση. Νιώθει πως και ο ίδιος βαραίνει από την ευθύνη απέναντι στα πνευματικά του παιδιά. Στέκεται αμίλητος μπροστά στο εικόνισμα, με κλειστά τα μάτια και με κατεβασμένο το κεφάλι. Με τρόπο μυστικό εναποθέτει μπροστά στα πόδια της Παναγίας την δική του προσευχή για «τα εκούσια και τα ακούσια» αμαρτήματα όλων εκείνων που πέρασαν το κατώφλι της θύρας της μετανοίας. «Παναγία μου, κράτησε μας από το χέρι και οδήγησε τα βήματα μας, για να μην χανόμαστε μέσα στη βοή του κόσμου. Μπορεί να έχουμε ενηλικιωθεί, όμως στην πραγματικότητα είμαστε σαν τα μικρά παιδιά, που έχουν ανάγκη τη συμβουλή και την καθοδήγηση της μάνας τους.»

Η κούραση της ημέρας δεν υπάρχει πλέον. Λες και άπλωσε το χέρι της η Παναγία και την πήρε. «Σε ευχαριστώ Παναγία μου που υπάρχεις στη ζωή μας!». Μα πριν προλάβει να τελειώσει την ευχαριστία του , μια νεανική φωνή ακούγεται :
«Καλησπέρα πάτερ! Θα μπορούσαμε να σας απασχολήσουμε για λίγο;».
Μια κοπέλα κι ένα παλικάρι στέκονταν λίγα βήματα πίσω του και περίμεναν υπομονετικά.
«Καλησπέρα παιδιά μου! Τι σας φέρνει τέτοια ώρα εδώ;»
«Περνούσαμε έξω από την εκκλησία και νιώσαμε την ανάγκη να ανάψουμε ένα κερί. Σας είδαμε μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και σκεφτήκαμε να σας μιλήσουμε».
Η εμφάνιση των δύο νέων ήταν ανάλογη της εποχής. Καλοκαιρινά ρούχα, πρόσωπα καμένα από τον ήλιο και μάτια γεμάτα από ερωτηματικά. Τίποτε το επιτηδευμένο και ψεύτικο στη συμπεριφορά τους. Κύριο χαρακτηριστικό όλων των νέων ανθρώπων, που ακόμη δεν έχουν μπει στη διαδικασία της υποκρισίας την οποία διδάσκονται από τους μεγάλους.
«Ελάτε να καθίσουμε εδώ κοντά στην εικόνα της Παναγίας μας.»
Το λόγο πήρε η κοπέλα: «Πρώτα να σας συστηθούμε πάτερ. Εγώ είμαι η Ελένη και ο φίλος μου είναι ο Άλκης. Μένουμε εδώ κοντά στην εκκλησία. Μεγαλώσαμε παίζοντας στην αυλή της Παναγίας και χωρίς να καταλαβαίνουμε το γιατί, αισθανόμαστε πως ο χώρος αυτός είναι κομμάτι του εαυτού μας. Έχουμε περάσει τις πιο όμορφες μα και τις πιο δύσκολες στιγμές μας εδώ κοντά στην Παναγία. Εδώ ερχόμασταν κάθε πρωί πριν τις εξετάσεις στο σχολείο, εδώ μάθαμε την εισαγωγή μας στο πανεπιστήμιο, εδώ αποχαιρετήσαμε τον παιδικό μας φίλο που πέθανε από τα ναρκωτικά, εδώ νιώσαμε πως εγώ και ο Άλκης θα θέλαμε να κάνουμε οικογένεια».
Τα χέρια των δύο παιδιών ενώθηκαν. «Χαίρομαι με όλα αυτά που ακούω παιδί μου. Χαίρομαι που βλέπω απέναντι μου δύο νέους ανθρώπους που έχουν αυτή την όμορφη σχέση μεταξύ τους. Έχουμε ανάγκη από καλές οικογένειες, φτιαγμένες από ανθρώπους με αγάπη για την Εκκλησία».
«Μα εμείς πάτερ δεν είμαστε και πολύ της Εκκλησίας» ακούστηκε η φωνή του Άλκη. «Δεν θεωρούμε ανάγκη να πηγαίνουμε κάθε Κυριακή στην Εκκλησία, ούτε να κάνουμε όλα εκείνα που κάνουν οι «ευσεβείς» άνθρωποι. Παρόλα αυτά νιώθω πως με την Παναγία έχω μια πολύ ιδιαίτερη σχέση. Θυμάμαι πως όταν ήμουν μαθητής στο γυμνάσιο είδα για πρώτη φορά την εικόνα της Παναγίας από τα Ιεροσόλυμα. Μου φάνηκε τόσο όμορφο το πρόσωπο της . Νιώθω ακόμη και τώρα που σας το περιγράφω το αίσθημα της ζεστασιάς από το βλέμμα της. Ξέρετε, η μητέρα μου πέθανε όταν ακόμη ήμουν μικρός από καρκίνο. Σχεδόν δεν την γνώρισα. Θυμάμαι πολύ αμυδρά κάποιες στιγμές μαζί της. Ένιωσα αμέσως πως η Παναγία ήταν κι αυτή μάνα μου. Δεν τα έχω πει ποτέ όλα αυτά σε κανέναν γιατί νομίζω πως δεν θα τα καταλάβουν. Όμως εγώ έτσι νιώθω.»
Τα μάτια του ιερέα είχαν βουρκώσει. Σκεφτόταν πως τίποτε ομορφότερο δεν θα μπορούσε να υπάρξει ως επίλογος της ημέρας του. Το άνοιγμα της ψυχής από δύο παιδιά γεμάτα ζωή και ελπίδα, να υμνούν με τον δικό τους σύγχρονο τρόπο την Παναγία και να ξεπλέκουν το μίτο της προσωπικής τους σχέσης. Μιας σχέσης που τις περισσότερες φορές είναι η σχέση του κάθε ανθρώπου με την Πλατυτέρα των Ουρανών. Δεν ήταν η πρώτη φορά που γινόταν μάρτυρας αυτής της αγάπης στην Παναγία. Όπου κι αν βρέθηκε, σε μεγάλα ή μικρότερα προσκυνήματα αφιερωμένα στη Χάρη της , είδε νέους ανθρώπους με δάκρυα στα μάτια να γονατίζουν μπροστά της και να γίνεται η προσευχή τους θυμίαμα εύοσμο προς το Ουράνιο θυσιαστήριο.

«Να έχετε πάντα αυτή την ειλικρινή σχέση με την Παναγία μας, παιδιά μου, και να είστε σίγουροι ότι δεν πρόκειται ποτέ να σας προδώσει. Είναι κοντά μας, ακόμη κι όταν εμείς νομίζουμε πως δεν την έχουμε ανάγκη, ή ακόμη και όταν εμείς την έχουμε ξεχάσει. Έτσι είναι η μάνα. Πονάει με το κακό, χαίρεται με το καλό. Μακάρι η ζωή μας να είναι γεμάτη από την ευλογημένη παρουσία της. Πόσα και πόσα δεν μας μαθαίνει με την παρουσία της πάνω στον κόσμο. Παιδί ακόμη κι έγινε δοχείο της χάριτος του Θεού. Έκανε υπακοή στο θέλημα του Θεού , χωρίς ίσως και η ίδια να το κατανοεί. Είχε όμως εμπιστοσύνη στο Θεό. Ίσως αυτή την εμπιστοσύνη που μας λείπει σήμερα. Νομίζουμε πως εμείς μπορούμε να τα καταφέρουμε καλύτερα από το Θεό. Τα αποτελέσματα τα βλέπετε σε όλα τα επίπεδα της ζωής μας. Όμως και η καρτερία και η σιωπή της κάτω από το Σταυρό του μονάκριβου της παιδιού κι αυτό μάθημα είναι για όλους μας. Παραδομένη ολοκληρωτικά στο θέλημα του Θεού και στο μυστήριο της θυσίας του θεανθρώπου».

Ο λόγος του ιερέα, ήρεμος και γαλήνιος, είχε γίνει ένα με το απαλό καλοκαιρινό αεράκι που ερχόταν και δρόσιζε τα πρόσωπα μα και τις ψυχές της Ελένης και του Άλκη. Έστρεψαν τα μάτια τους προς την εικόνα και είδαν τα μάτια της Παναγίας να τους μεταγγίζουν μια βαθιά πίστη που πρώτη φορά ένιωθαν, λες και τους είχε βάλει μέσα στην αγκαλιά της για να τους προστατέψει από κάθε τι κακό. Η ώρα της προσωπικής συνάντησης με τον Κύριο είχε έρθει για τα δύο αυτά παιδιά. Ποιος άλλος θα μπορούσε να τους οδηγήσει κοντά Του, παρά μόνο εκείνη που την είπαν και Παναγία Οδηγήτρια;

Λίγες μέρες αργότερα, ανήμερα της Παναγίας, στέκονταν πάλι δίπλα-δίπλα μπροστά στον ιερέα, παραδομένοι στη ζεστασιά του Θεού της αιώνιας αγάπης. «Τό Σώμα καί τό αἵμα τοῦ Χριστοῦ, εἰς ἂφεσιν σου ἀμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον. Ἀμήν».

π. Ιουστίνος Κεφαλούρος

2 σχόλια:

Ψοφcat είπε...

Πείτε μου πάτερ, τα κακά γατιά πάνε στον Παραδεισο;

Περιοδικό ΕΝΔΟΝ είπε...

http://periodikoendon.blogspot.com
Γέροντα ευλογείτε.
Ρίξτε μια ματιά στην παραπάνω διεύθυση. Είναι ο ιστότοπος του περιοδικού ΕΝΔΟΝ που εκδίδει ο Ιερός Ναός Αγίου Παντελεήμονος Δραπετσώνας.
Το κειμενό σας μου άρεσε και θα ήθελα να έχω την άδεια να το δημοσιεύσω στο επόμενο τεύχος του περιοδικού. (στις αρχές Σεπτεμβρίου). Τεύχη του περιοδικού μπορείτε να δείτε στη διεύθυνση http://clubs.pathfinder.gr/ageri/216047?folder=90089

Σ.Σ. (periodikoendon@yahoo.gr)