"Γιατί
αργά ή γρήγορα θα συναντηθούμε"
Το
να είσαι ποιητής είναι το ίδιο δύσκολο
με το να μην είσαι. Και στις δύο περιπτώσεις
βασανίζεσαι το ίδιο πολύ.
Βασανίζεσαι
γιατί έρχεσαι αντιμέτωπος με τη ζωή που
είναι σκληρή και αδυσώπητη όταν κοιτάζει
μέσα στην ψυχή σου.
Όταν
είσαι ποιητής το μαρτύριο σου είναι που
δεν μπορούν οι λέξεις και τα ποιήματα
σου να την αλλάξουν.
Κι όταν δεν είσαι
πάλι ζεις το μαρτύριο.
Αλλιώτικο αλλά
πάλι μαρτύριο.
Κι αυτό επειδή η ζωή δεν
σου έρχεται όπως την ονειρεύεσαι.
Και
οι δύο αναζητούν αυτό που δεν έχουν.
Και
οι δυό δεν μπορούν να ζήσουν στον
πραγματικό κόσμο και αναζητούν το
άπιαστο, το όνειρο, το ουτοπικό.
Εγώ
γενήθηκα ποιητής.
Όταν γενήθηκα δεν το
ήξερα.
Νόμιζα πως ήμουν σαν όλους τους
άλλους.
Σαν εκείνους που κάνουν καθημερινά
τα ίδια πράγματα μέχρι το τέλος της ζωής
τους.
Όμως
δεν ήμουν από αυτούς και δεν κατάφερα
να γίνω.
Πάντα ήμουν αλλιώτικος.
Ακόμη
και στην καθημερινότητα μου ήμουν
αλλιώτικος.
Ο κόσμος ο δικός μου ήταν
φτιαγμένος από εμένα.
Έπαιρνα τα υλικά
από εκεί που έπαιρναν και οι άλλοι και
μετά τα μεταμόρφωνα.
Άλλαζα τα χρώματα,
τα ονόματα, την προέλευση, τη χρήση.
Έτσι
ο δικός μου κόσμος μπορεί να μοιάζει
αλλόκοτος για όλους τους άλλους, αλλά
για εμένα είναι η προστασία από όλα
εκείνα που θα μπορούσαν να με αφανήσουν
και φαντάζουν στα μάτια μου αλλόκοτα.
Γενήθηκα
διαφορετικός. Το έβλεπα σε κάθε μου
βήμα, σε κάθε μου ανάσα, σε κάθε μου
βλέμα.
Κι όσο μεγάλωνα τόσο περισσότερο
το ένιωθα να με κατακτάει, να με γοητεύει,
να με κάνει δυνατό. Όχι πως ήταν εύκολο.
Τίποτα δεν είναι εύκολο. Ούτε για εκείνον
που είναι ποιητής, ούτε για εκείνον που
δεν είναι.
Απλά κι εκείνος κι ο άλλος
έχουν το ίδιο σώμα που είναι βαρύ και
χωμάτινο.
Ύλη ακατέργαστη, δύσπλαστη,
άμορφη.
Είτε
είσαι, είτε δεν είσαι ποιητής πρέπει να
πάρεις την ύλη στα χέρια σου και να
αρχίσεις να την πλάθεις, να την μαλακώνεις,
να της δίνεις σχήμα και μορφή.
Εκεί ο
ποιητής δεν χρειάζεται μοντέλο. Δίνει
ό,τι σχήμα θέλει ο ίδιος.Δεν τον ενδιαφέρει
να κάνει αυτό που κάνουν και οι άλλοι,
γιατί θεωρεί πως δεν ανήκει στον ίδιο
κόσμο με τους άλλους. Αυτός έχει τον
δικό του κόσμο. Τον δικό του αλλόκοτο
κόσμο που όμως στα δικά του μάτια μόνο
αλλόκοτος δεν είναι.
Οι άλλοι είναι
αλλόκοτοι που δεν τον ακολουθούν και
που δεν μπορούν να τον καταλάβουν.
Εγώ
γενήθηκα ποιητής.
Μου άρεσε να ακούω
τους ήχους και να τους κάνω λέξεις.
Μου
άρεσε να βλέπω τα χρώματα και να τα κάνω
ποιήματα.
Όχι ποιήματα σπουδαία.
Απλά
μικρά ποιήματα.
Κι αυτά αλλόκοτα σαν κι
εμένα.
Χωρίς μέτρο, χωρίς ρίμα, χωρίς
κανόνα.
Όλα ακανόνιστα.
Κι όμως όταν τα
διάβαζα ένιωθα εκείνη την πνοή της
δημιουργίας. Μιας δημιουργίας που
κανένας άλλος δεν θα μπορέσει να καταλάβει
εκτός από εμένα.
Γιατί έγώ μόνο ξέρω
πόσες στάλες αίμα έτρεχε σε κάθε λέξη
και πόσες αναπνοές χρειάστηκε να πάρω
σε κάθε στίχο.
Η
απόσταση ανάμεσα σε εκείνον που είναι
και σε εκείνον που δεν είναι ποιητής
είναι ελάχιστη. Μικρότερη και από
ελάχιστη. Και ο ένας και ο άλλος έχουν
τα ίδια πάθη και τις ίδιες τέλειες
ατέλειες. Οι ατέλειές τους τούς κάνουν
να νιώθουν την ήττα, τον πόνο. Μόνο που
ο ποιητής δεν φοβάται που είναι ατελής.
Ίσως και να του αρέσει. Ίσως και να το
επιδιώκει. Ο πόνος τον εξαγνίζει, τον
απογειώνει, τον ελευθερώνει.
Εγώ
γενήθηκα ποιητής.
Ποιητής πονεμένος.
Ακόμη και η χαρά γινόταν πόνος. Ήθελα
και οι άλλοι να νιώθουν χαρά. Πονούσα
επειδή έβλεπα πως δεν την είχαν. Έκλαιγα
που δεν μπορούσα να τους την χαρίσω. Και
δεν μπορούσα γιατί δεν την ήθελαν. Ήταν
αλλόκοτη η δική μου χαρά και δεν χώραγε
στον κόσμο τον δικό τους.
Η δική μου χαρά
μίλαγε μια γλώσσα απόκοσμη, σαν να
έβγαινε μέσα απο το θρόϊσμα των φύλλων
όταν περνάει ο άνεμος.
Η δική μου χαρά
γενιόταν την αυγή κάθε φορά που ο ήλιος
ακούμπαγε πάνω στα βότσαλα της θάλασσας.
Η δική μου χαρά άγγιζε τα κορμιά τη νύχτα
και τους χάριζε το πάθος και την ηδονή,τον
υδρώτα και την οδύνη.
Κι
εγώ που γενήθηκα ποιητής μα κι εσύ που
γενήθηκες να μην είσαι, έχουμε μοίρα
κοινή.
Το θάνατο.
Κάθε τόσο έρχεται και
πιο κοντά.
Μέχρι τη στιγμή που θα μας
ακουμπήσει, και μετά θα μας αγκαλιάσει
και μετά θα μας ρουφήξει.
Και οι δυο θα
εξαφανιστούμε από τον κόσμο που φτιάξαμε.
Μόνο που για εμένα το ρούφηγμα θα είναι
φιλί, ενώ για εσένα θα είναι απλά ο
θάνατος, απλά το τέλος.
Εγώ
γενήθηκα ποιητής.
Οι ποιητές δεν λογάνε
θάνατο.
Ζούνε παρέα με το θάνατο κάθε
μέρα.
Πεθαίνουν κάθε στιγμή που κοιτάζουν
από το παράθυρο του δικού τους κόσμου
στον έξω κόσμο.
Θέλουν να τον αλλάξουν
μα δεν μπορούν.
Κι όσο δεν μπορούν ακόμη
μια φορά πεθαίνουν.
Και είναι ο θάνατος
σύντροφος, και ίσως και πιότερο από
σύντροφος.
Ίσως ο Έρωτας για τη ζωή.
Γιατί ο ποιητής ξέρει πως μόνο ο δικός
του αλλόκοτος κόσμος μπορεί ακόμη κι
ετούτο τον θάνατο να τον πεθάνει.
Να τον
αφανήσει.
Ο θάνατος δεν αντέχει να βλέπει
μήτε τον ποιητή μα μήτε κι εκείνον που
δεν είναι ποιητής ότι θέλουν να κάνουν
τον κόσμο αλλιώτικο.
Κι
έτσι τώρα που σου είπα όλα όσα είχα να
σου πω, μπορώ να συνεχίσω να ζω έτσι όπως
μόνο εγώ ξέρω μέσα στον κόσμο τον κατάδικο
μου ,
κι αλλόκοτο. Κι αν θέλεις έλα κι εσύ να
κάτσουμε εδώ μαζί παρέα και να φτιάξουμε
τον κοινό μας κόσμο. Κι αν θέλεις μπορούμε
να φέρουμε και τον θάνατο να τον μερέψουμε
για να καταλάβει πως καθόλου δεν τον
έχουμε για εχθρό. Κι εσύ, κι εγώ κι εκείνος
το ίδιο είμαστε.
Γενηθήκαμε για να
συναντηθούμε.
Γιατί αργά ή γρήγορα θα
συναντηθούμε...
Θεσσαλονίκη
Φλεβάρης
2018