Σάββατο 30 Απριλίου 2016

Η μάνα του Ιούδα


Με αργό το βήμα η Παναγιά κι αμέτρητο τον πόνο, 
τη νύχτα από το Γολγοθά κατέβαινε και μόνο 
τον Ιωάννη πλάι της, μες στο σκοτάδι εκείνο, 
κι οι πέτρες ανατρίχιαζαν στο μυστικό της θρήνο. 
Όλα τριγύρω σιωπηλά, βουβός είναι κι ο δρόμος, 
λες και τον κόσμο νέκρωσε ένας μεγάλος τρόμος. 
Κι όσο βαδίζουν σαν σκιές στ’ άχαρα εκείνα μέρη, 
και μοιρολόγια η Παναγιά τα πιο όμορφα που ξέρει 
τα λέει κι ο αντίλαλος, απ’ όπου κι αν διαβαίνει, 
κάθε λουλούδι τρυφερό που βρίσκεται μαραίνει. 
Πώς να μην κλάψει, που ’γινε γι’ αυτήν σκοτάδι η μέρα; 
Κι αν είν’ Αυτός θεάνθρωπος, κείνη είναι μητέρα. 
Ξάφνου ακούει μια φωνή, που την ερμιά ταράζει. 
«Ω! τι φωνή να είν’ αυτή, ποια κλαίει, ποια στενάζει; 
Ποια μάνα σαν κι εμέ πονεί και μοιρολόγια λέει 
και του παιδιού της το χαμό ποια άλλη μάνα κλαίει;» 
Ναι, κάποια μάνα είναι αυτή, που μοναχή στην άκρη 
απαρηγόρητα θρηνεί και χύνει μαύρο δάκρυ. 
Και τούτη σαν και τη Μαριάμ το γιο της έχει χάσει 
και δεν μπορεί τέτοιο κακό ποτέ να το ξεχάσει. 
Κλαίει, αλλά το κλάμα της δεν συγκινεί κανένα, 
τον πόνο της αισθάνεται η Παναγιά η Παρθένα. 
Σιμώνει και την ερωτά: «Πες μου ποιος είν’ ο γιος σου;» 
Μα η μάνα, που είναι ένοχη, τα μάτια χαμηλώνει. 
Σκύβει, δειλά της απαντά, της λέει: «Αδελφή μου, 
Ιούδας ονομάζεται το άμοιρο παιδί μου. 
Στους πέντε δρόμους ρίχτηκα, Χριστέ μου, σα ζητιάνα, 
ω! που να μην έσωνα ποτέ, ποτέ να γίνω μάνα.» 
Η Παναγιά κατάλαβε, το γιο της τον γνωρίζει, 
μα η μητέρα του Χριστού δε φεύγει, δε γογγύζει. 
Η Παναγία το Χριστό τον είδε σταυρωμένο 
κι εκείνη είδε το γιόκα της στο δέντρο κρεμασμένο. 
Το δικό της τον καημό ξεχνά την ώρα εκείνη 
και για τη μάνα τώρα αυτή τα δάκρυά της χύνει. 
Έσκυψε και τη φίλησε, χάιδεψε τα μαλλιά της 
και την επήρε με στοργή γλυκά στην αγκαλιά της. 
Της λέει λόγια της καρδιάς και τη γλυκομερώνει, 
της δίνει θάρρος, δύναμη κι απάνω τη σηκώνει. 
«Σήκω», της λέει, «άμοιρη, πρέπει να ξαποστάσεις, 
πάμε μαζί στο σπίτι μου, τη νύχτα να περάσεις. 
Εκεί οι δυο τον πόνο μας το μητρικό θα πούμε, 
θα σμίξουμε τα δάκρυα και θα προσευχηθούμε. 
Η μια στης άλλης το πλευρό σκυφτές συλλογισμένες, 
οι δυο μανάδες περπατούν αδερφαγκαλιασμένες. 
Γιατί ο Χριστός, που σήμερα στο Γολγοθά κρεμάται 
έδωσε τέτοια εντολή "αλλήλους ν’ αγαπάτε"».

Μεγαλοβδομαδιάτικο ημερολόγιο (3)


Ξημέρωσε Μεγάλο Σάββατο. Κοιτάζω από το παράθυρο και βλέπω τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Θυμήθηκα τον ύμνο των τριών παίδων που θα ψάλλουμε σε λίγο, όπου ολάκερη η πλάση υμνεί τον Κύριο. Και πως αλλιώς θα μπορούσε να γίνει. Όλα υπάρχουν για ένα και μοναδικό σκοπό. Για να μου δείχνουν ποιος είναι ο δημιουργός και σε ποιον ανήκει η δοξολογία. Ο ήλιος, ο ουρανός, τα βουνά, τα φυτά, τα νερά, κάθετι που έχει μέσα του πνοή δημιουργίας μου ψυθιρίζει : “Τον Κύριο υμνούμε εις πάντας τους αιώνας”.

Η σκέψη μου τρέχει στη χθεσινή βραδυά. Η ευωδιά των λουλουδιών με αυτή της βροχής που έπεφτε όλη μέρα ακόμη έντονες. Ο επιτάφιος μας όμορφος και συνάμα λιτός. Έτσι όπως πρέπει να είναι η νεκρική κλήνη που φιλοξενεί των “πάντων διάκονο”. Λευκά και μωβ χρυσάνθεμα πλεγμένα από τα επιδέξια δάχτυλα των μυροφόρων γυναικών της κοινότητας μας. Όταν το πρωί μπήκα στο ναό για την ακολουθία και είδα το ποίημα των χειρών τους, είπα μέσα μου : “Όσο θα υπάρχετε εσείς , θα υπάρχει και η Εκκλησία”.

Ξάφνου πέρασαν από μπροστά μου όλες εκείνες οι γυναικίες παρουσίες με τις οποίες συνατηθήκαμε ετούτο το μεγαλοβδόμαδο στις ευαγγελικές διηγήσεις. Η Μάρθα με τη Μαρία, αδερφές του Λαζάρου, η πόρνη να εξιστορεί τη ζωή της στην ποιήτρια Κασσιανή, η Μαρία η Μαγδαληνή και τέλος η Μάνα μας, η Παναγιά του πόνου και του Χάρου. Όσο κι αν θέλουμε να τις έχουμε επίσημα στο περιθώριο τις γυναίκες τόσο εκείνες θα αποτελούν τον βασικό πυλώνα της κοινοτικής μας ζωής. Από το πρόσφορο , μέχρι τον ίδιο τον παπά που θα κληθεί να γίνει ο κορυφαίος της σύναξης. Τέτοια μεγάλη είναι η προσφορά της γυναίκας μέσα στην Εκκλησία.

Αυτό ήταν και το θέμα του κηρύγματος μου πριν την Αποκαθήλωση. Και καθώς μίλαγα και κοίταζα τα μάτια τους που στιγμές στιγμές βούρκωναν γιατί μάλλον σκέφτονταν πως κάποιες φορές ο σταυρός της ευθύνης της μάνας και της συζύγου μπορεί να είναι πιο βαρύς από αυτό που αντέχουν, ένιωσα να με χαϊδεύει από μια άκρη της εκκλησιάς το βλέμα της δικής μου μάνας. Όλη ετούτη τη μεγαλοβδομάδα είναι εδώ κοντά μαζί μου. Στέκεται πάντα στο ίδιο στασίδι με το βιβλίο που τις έκανα πριν χρόνια δώρο και το αγιοκέρι της για να διαβάζει τα λόγια της ακολουθίας. Πριν ακόμη χτυπήσει η καμπάνα με ρωτάει με εκείνη την απλότητα της : “Σήμερα από που θα αρχίσουμε;” “Όπως πάντα από την αρχή” την πειράζω και την αφήνω να φυλλομετρήσει το βιβλίο της.

Ήδη από τα χτες μύρισε Ανάσταση. Σήμερα το πρωί όλα στη Λειτουργία έχουν θρίαμβο. Νίκη της ζωής στο θάνατο. Κονταροχτυπήθηκε το πρόσκαιρο με το αιώνιο, και το αιώνιο έγινε πραγματικότητα και γεγονός αδιαμφησβήτητο. Σε λίγο οι δάφνες σαν τη βροχή θα πέσουν μέσα στην εκκλησιά κι όλα θα μιλάνε για τον αρχηγό της ζωής που δεν κατάφερε να τον κάνει δικό του ο θάνατος. Καλή Ανάσταση!



(Συνεχίζεται)

Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

Μεγαλοβδομαδιάτικο ημερολόγιο (2)


Περνάνε τόσο γρήγορα οι μέρε της μεγαλοβδομάδας. Δεν καταλαβαίνεις πότε ξημέρωσε και ήδη ξεκινάς την ημέρα σου με την πρωϊνή ακολουθία. Είναι που η ματιά κάθε τόσο ξεμακραίνει μια στους λόφους γύρω από το χωρίο, και μια στα καταπράσινα χωράφια. Οι θόρυβοι λίγοι και συγκεκριμένοι. Κελαηδισμοί αμέριμνων πουλιών που ιστορούν μεταξύ τους τα όσα βλέπουν από εκεί ψηλά που πετούν.

Μ΄αρέσουν ετούτα τα πρωινά της μεγαλοβδομάδας στην ενορία μας. Ο καιρός εφέτος σαν τη διάθεση μας· άστατος. Αν και είμαστε στα τέλη του Απρίλη παίζουμε μια με τη ζέστη και μια με το κρύο. Μέρος του σκηνικού όλης ετούτης της δραματουργίας. Της ταιρίαζει της μεγαλοβδομάδας η μουντάδα του ουρανού και οι ψιχάλες της βροχής. Ψήνω τον καφέ μου και κάθομαι μπροστά στο παράθυρο που κοιτάζει στην αυλή της εκκλησίας. Η απόλυτη γαλήνη. Σαν αστραπή περνάνε από μπροστά εικόνες και μνήμες από τα χρόνια που κληρικός έχω περάσει τούτες μέρες σε άλλα μέρη, με άλλους ανθρώπους.

Παντού ένας κοινός παρανομαστής. Τα πρόσωπα που συνθέτουν τον καμβά της κοινοτικής ζωής και της δικής μου διακονίας. Ίσως κάποτε καθήσω να ξαναθυμηθώ και να αποτυπώσω όλες εκείνες τις μνήμες που βίωσα στον κάθε τόπο από τον οποίο πέρασα. Είναι περίργο το συναίσθημα να φτάνεις ξένος σε μια ενορία, να μην ξέρεις κανέναν κι όμως να πρέπει από την πρώτη κι όλας στιγμή να νιώσεις πως είναι τα παιδιά σου κι έχεις την ευθύνη για τις ψυχές τους. Και είναι αλήθεια θαυμαστό πως παντού θα βρεθούν εκείνεις οι ευλογημένες ψυχές που θα σταθούν δίπλα σου με μιας, για να σηκώσουν ίσως περισσότερο κι από εσένα όλο το βάρος της υλοποίησης των καθημερινών θεμάτων που αφορούν την ζωή μιας κοινότητας. Παντού θα υπάρχουν Σίμωνες Κυρηναίοι, όπως και οι Ιούδες...

Χθες βράδυ καθώς διάβαζα τα δώδεκα ευαγγέλια σκεφτόμουν πως αξίζει να ζήσει κανείς έναν ολόκληρο χρόνο μόνο και μόνο γι΄ αυτή τη βραδυά. Οι ευαγγελικές διηγήσεις του Πάθους και της θυσίας, τα τροπάρια , οι μελωδίες, οι φλόγες των κεριών, ο Σταυρός στη μέση της εκκλησίας, τα πρόσωπα σκυμένα πάνω από τα βιβλία να προσπαθούν να κατανοήσουν τις λέξεις και να τις συνδέσουν με τη θυσία. “Σήμερον κρεμάται επί ξύλου” και εσταυρώθεις δι εμέ...”. Τόσο Θεός και τόσο Άνθρωπος να θέλει να με σώσει από τη φθορά και το θάνατο. Νιώθω να με πνίγει ένας λυγμός καθώς σκέφτομαι πόσο μικρός έχω σταθεί μπροστά σε τούτη τη θυσία. Πόσο πολύ αγκάλιασα τη φθορά και ξέχασα το αιώνιο. Ακόμη κι έτσι όμως Εκείνος σε πείσμα κάθε λογικής ανεβαίνει στο σταυρό και αφήνει στην άκρη τα προαπαιτούμενα.

Ξημέρωσε για τα καλά. Σε λίγο θα αρχίσουμε να διαβάζουμε τις Μεγάλες Ώρες και μετά τον Εσπερινό της Αποκαθήλωσης. Γεμάτη η μέρα μας. Το μεσημέρι στο κοιμητήριο θα θυμηθούμε εκείνους που έφυγαν κι εκεί στο εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής θα πούμε τα εγκώμια έτσι για να νιώσουμε την παρηγοριά της παρουσίας μέσα από την απουσία. “Η ζωή εν τάφω...”. Κυλάει ο χρόνος και κλείνουν οι κύκλοι της ζωής. Η μνήμη τους κρατάει ζωντανούς. Η μνήμη και η αγάπη. Όσο θα θυμάμαι κανένας δεν θα είναι νεκρός.

Πίνω μια τελευταία γουλιά καφέ κι ακούω στο ραδιόφωνο το στίχο του Νίκου Γκάτσου : Πάντα στον κόσμο θα 'ρχεται Παρασκευή Μεγάλη. Και κάποιος θα σταυρώνεται για να σωθούν οι άλλοι” .

(Συνεχίζεται)

Τρίτη 26 Απριλίου 2016

Μεγαλοβδομαδιάτικο ημερολόγιο. (1)


Τούτες τις μέρες της μεγαλοβδομάδας έφυγα από την πόλη και πήγα στο μικρό μου διαμέρισμα δίπλα στην εκκλησιά μου. Εκεί όταν πρωτοπήγα πριν πέντε χρόνια ήταν αποθήκη. Με πολύ μεράκι φτιάξαμε ένα μικρό διαμέρισμα κάπου στα 25 τετραγωνικά για τον εφημέριο της ενορίας. Κι έτσι μπορώ να ζω μαζί με τους ενορίτες μου όλες τις ώρες της ημέρας. Η ενορία μου κι αυτή μικρή. Εκατό ψυχές όλες κι όλες. Ίσως και λιγότερες. Αλλά ψυχές ευλογημένες. Άνθρωποι ευγενικοί και γεμάτοι από καλοσύνη και αγάπη. Είναι πλέον κι αυτοί οικογένεια μου. Κάθε φορά που βγαίνω στην ωραία πύλη για να τους ευλογήσω κοιτάζω μέσα στα μάτια τους και νιώθω τα τρυφερά συναισθήματα της δικής τους αγάπης να με αγκαλιάζουν. Την έχω ανάγκη αυτή τους την αγάπη, ίσως πιότερο από οτιδήποτε άλλο.

Η καλύτερη μας στιγμή είναι όταν ξεκινώ να τους μιλάω. Τόλμησα κάποια μέρα να μην μιλήσω γιατί ήμουν κουρασμένος. Νομίζω ήταν σε μια από τις παρακλήσεις της Παναγίας. Ξάφνου τα πρόσωπα τους έγιναν σκυθρωπά. Δεν το ξανάκανα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από το να βρεις γη αγαθή για να οργώσεις και να σπείρεις το Λόγο. Όσα τους λέω είναι μέσα από την καρδιά μου. Κι αυτό πάλι το οφείλω σε αυτούς. Γιατί τα μάτια τους λάμπουν και πολλές φορές κάνουμε διάλογο και το κήρυγμα παύει να είναι η μονοτονία ενός λόγου ξύλινου που μόνο βαρεμάρα μπορεί να προκαλέσει.

Συμπλήρωσα εικοσιδύο χρόνια ιερατικής ζωής. Δεν ήταν όλες οι μέρες εύκολες. Αλλιώς τα περιμένεις κι αλλιώς τα βρίσκεις. Όμως όταν πηγαίνω προς τα πίσω , πάντα οι μεγαλοβδομάδες ήταν οι πιο όμορφες μου στιγμές. Αυτή η καθημερινή πορεία μέσα από τη λειτουργική πράξη που σε οδηγεί βήμα βήμα προς το πάθος του Χριστού, που μόνος σου αποφάσισες να υπηρετήσεις. Κι εκεί αρχίζεις κι αντιλαμβάνεσαι πως όσο ατενίζεις το Νυμφίο τόσο περισσότερο ακουμπάς τα δικά σου πάθη και τις δικές σου πτώσεις. Καταλαβαίνεις πως η συνάντηση μαζί του είναι το ξεγύμνωμα της ψυχής σου. Δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια για ψέματα. Εσύ κι Εκείνος σε στιγμές μοναδικής κοινωνίας του αληθινού μέσα από το υπερβατικό.

Κάθε τέλος Μεγάλης Εβδομάδας, παρά την κούραση σχεδόν πάντα περνάει από τη σκέψη μου μια φράση, κάτι σαν ευχή : “γιατί να μην έχει κι άλλες τόσες μέρες ετούτη η βδομάδα”. Μέσα στη βοή του κόσμου, νιώθεις πως όλοι οι ήχοι σταματάνε το μεγαλοβδόμαδο και το μόνο που ακούς είναι η ψαλμωδία, βγαλμένη μέσα από τα μύχια της ψυχής ανθρώπων που μάτωσαν από τον πόλεμο με τον ίδιο τους τον εαυτό, που όμως κατάφεραν να βγουν νικητές και να μελωδήσουν με τρόπο μοναδικό το Πάθος του Θεού που έγινε Άνθρωπος.  

(Συνεχίζεται)