Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

Πάρτε θέση με τον Κωστή Ζαφειράκη,

Ανήμερα τ΄ Αη Γιαννιού βρεθήκαμε με τον Κωστή στη Δημοτική τηλεόραση και τα είπαμε. Ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση και την φιλοξενία.



Το Μαργαριταρένιο Κουμπί.



Τελειώσαμε νωρίς τη Δευτέρα τη συνάντηση με το Δημήτρη και το Γιώργο. Μετά από δύο ώρες κουβέντας και σχεδιασμού για τις δράσεις του together για το 2016 ο Δημήτρης γύρισε σπίτι κι εμείς με το Γιώργο είπαμε να περπατήσουμε από την πλατεία Ναυαρίνου προς τη Φράγκων , γιατί ήθελα να ξαναδώ στην Ίωνος Δραγούμη τη στοά που έγιναν τα γυρίσματα της ταινίας "Ουζερί Τσιτσάνης", την οποία είδα την προηγούμενη μέρα και όλες οι εικόνες ήταν ολοζώντανες στο μυαλό μου. Η αγορά είχε ήδη κλείσει κι έτσι το κέντρο ήταν σχετικά ήσυχο. Είναι αλήθεια πως με κάποιους ανθρώπους καταλαβαίνεις από την πρώτη στιγμή πως μια ολόκληρη ζωή δεν είναι αρκετή για να πεις όλα όσα θέλεις, και να ακούσεις όλα όσα έχουν να σου πούνε. Αυτό συμβαίνει και με το Γιώργο. Ό,τι θέμα και να πιάσουμε έχουμε τόσα πολλά να πούμε που θα μπορούσαμε να γράφουμε βιβλία ολόκληρα. Είναι μεγάλη η ευλογία να συναντάς τέτοιους ανθρώπους στη ζωή σου, που σου δίνουν συνέχεια αφορμές και ώθηση να πας τη γνώση και το μυαλό λίγο παραπέρα από τα όσα έχεις μάθει. Και σ΄ αυτό το κομμάτι δοξάζω το Θεό που μου έχει χαρίσει άπλετη την ευλογία του. 

Κουβεντιάζοντας φτάσαμε στην Ίωνος Δραγούμη, περάσαμε μπροστά από τον Άγιο Μήνα και σταθήκαμε λίγο πιο κάτω στη στοά. Η μεγάλη σιδερένια καγκελόπορτα κλειστή και μέσα η στοά σιωπηλή να θυμάται τη βοή και την ένταση των γυρισμάτων. Μερικές γρήγορες φωτογραφίες και συνέχεια της βόλτας μας. Στη Βασιλέως Ηρακλείου είδαμε τα έργα ανάπλασης. Έχει καιρό που ξεκίνησαν , αλλά μάλλον κανένας δεν ξέρει πότε θα τελειώσουν. Πιο πέρα η Φραγκοεκκλησιά, και το νοσοκομείο των καλογρεών "Άγιος Παύλος". Κάποτε ήταν από τα καλά νοσοκομεία της πόλης. Σήμερα κλειστό, χωρίς καμία δράση. Μεγάλη αμαρτία η αδράνεια. Και μάλιστα από ανθρώπους που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στην ιεραποστολή και τη δράση. Σε λίγο είμασταν μπροστά στο δυτικό τείχος της πόλης. Ο Γιώργος σαν άριστος ξεναγός άρχισε να κεντάει την ιστορία του τείχους και κάπου εκεί σε μια γωνιά είδαμε ένα ένθετο γλυπτό που απεικόνιζε τον Ασκληπειό. Άλλη μια φωτογραφία και βόλτας συνέχεια. Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε προς τη θάλασσα. Θυμήθηκα τα δυο χρόνια στο Λονδίνο που απεγνωσμένα έψαχνα να βρω τη θάλασσα. Κάποιες φορές νομίζοντας πως θα μπορούσε να την υποκαταστήσει ο Τάμεσης κατέβαινα μέχρι το Big Ben κι εκεί από τη γέφυρα έβλεπα τα σκοτεινά νερά ενός ποταμού που έλεγε την ιστορία του δικού του τόπου, αλλά δεν θύμιζε καθόλου τη δική μου γαλάζια θάλασσα των παιδικών και νεανικών μου χρόνων.

Μπήκαμε στο λιμάνι, περπατήσαμε μέχρι τις αποθήκες και σταθήκαμε μπροστά στον κινηματογράφο που χρησιμοποιεί το "Ολύμπιον" για τις προβολές του. Η σινεφίλ διάθεση μας αμέσως μας έβαλε στον πειρασμό να δούμε τις ταινίες που έπαιζαν. "Joy" στις εφτά και "Το Μαργαριταρένιο Κουμπί" στις πεντέμισι. Η ώρα ήταν πέντε και εικοσιεπτά. "Ξέρεις την υπόθεση;" ρωτάω το Γιώργο. "Όχι" μου λέει. "Περίμενε κι έχω εφαρμογή για τους κινηματογράφους στο κινητό μου". Ανοίγω και διαβάζω : "El Boton de Nacar" (Ντοκυμαντέρ)..."Οι ωκεανοί εμπεριέχουν την ιστορία του πλανήτη. Η θάλασσα κρατάει όλες τις φωνές της γης, αλλά και όσες προέρχονται από το διάστημα. Το νερό λαμβάνει ωθήσεις από τα αστέρια και τις μεταδίδει στους ζώντες οργανισμούς. Αυτό το νερό ως φυσικό φυσικό σύνορο της Χιλής, κρατάει και το μυστικό δύο μυστηριωδών κουμπιών που βρέθηκαν στον πάτο της θάλασσας. Η ταινία αναλύει αυτά τα ύδατα, ένα αρχιπέλαγος υπερφυσικού τοπίου και μεγάλης ιστορίας". Δε χρειάστηκε καν να μιλήσουμε με το Γιώργο. Απλά μπήκαμε μέσα και χαθήκαμε στη μαγεία της εικόνας, της ισπανικής γλώσσας, του ήχου του νερού, αλλά μαζί παγώσαμε μπροστά στη θηριωδία και τα εγκλήματα των αποικιοκρατών κατά των ιθαγενών της Παταγονίας.

Κι εδώ επειδή ο δικός μου λόγος θα είναι πολύ μα πολύ φτωχός μπροστά στην εικόνα, κάνε έναν κόπο να δείς συμβαίνει σε τούτο τον κόσμο, τον   κόσμο το μικρό και μέγα.




Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016

Πάπας Φραγκίσκος: "Είμαστε όλοι παιδιά του ίδιου Θεού".



Μόλις πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε ένα βίντεο με τον Πάπα Φραγκίσκο όπου εκφράζει την

πεποίθηση πως όλες οι μεγάλες Θρησκείες είναι διαφορετικοί δρόμοι προς τον ίδιο Θεό.  

Πολλοί σκέφτονται διαφορετικά, αισθάνονται διαφορετικά, αναζητώντας το Θεό με διαφορετικούς τρόπους. Σε αυτό το πλήθος, σε αυτό το φάσμα των θρησκειών, υπάρχει μόνο μία βεβαιότητα που έχουμε για όλους: είμαστε όλοι παιδιά του Θεού », είπε ο Πάπας Φραγκίσκος στο μήνυμά του, που κυκλοφόρησε στις 6 Ιανουαρίου στη γιορτή των Θεοφανείων.

Το βίντεο έχει και μια καινοτομία σε σχέση με προηγούμενα. Παρουσιάζει εκπροσώπους των θρησκειών να εκφράζουν την πίστη τους:
"Έχω εμπιστοσύνη στον Βούδα" ανακοινώνει μια γυναίκα λάμα
«Πιστεύω στον Θεό" επιβεβαιώνει  ένας ραβίνος.

"Πιστεύω στον Ιησού Χριστό", λέει ένας χριστιανός ιερέας
"Πιστεύω στον Αλλάχ," δηλώνει ένας ισλαμιστής μουφτής.
Στη συνέχεια και αφού ο Πάπας ισχυρίζεται ότι όλοι, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις είναι παιδιά του Θεού, οι θρησκευτικοί ηγέτες δηλώνουν την κοινή τους πίστη στην αγάπη.
Ο Πάπας Φραγκίσκος κλείνει το βίντεο εκφράζοντας την ελπίδα προς τους τηλεθεατές :"Αυτό το μήνα σας καλώ να προσευχηθούμε με ένα και μοναδικό αίτημα :  ο ειλικρινής διάλογος μεταξύ  ανδρών και  γυναικών από διαφορετικές θρησκείες μπορούν να παράξουν τους καρπούς της ειρήνης και της δικαιοσύνης. Έχω εμπιστοσύνη στις προσευχές σας. "
Αφιερώστε 1.30 λεπτό και να το δείτε κι ενώστε την προσευχή σας σε όποιο Θεό κι αν πιστεύετε, ή δεν πιστεύετε!






Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

"...γιατί together μπορούμε καλύτερα..." 12.01.16

Με την Αλεξάνδρα και τον Αιμίλιο μόλις πριν μια ώρα τελειώσαμε τη ραδιοφωνική μας εκπομπή. Μαζί μας τηλεφωνικά ο Γιώργος Σαράτσης και ο π. Μάριος Ρήγος μοιράστηκαν μαζί μας όμορφες σκέψεις για την πραγματική ζωή..."γιατί together μπορούμε καλύτερα".


https://soundcloud.com/father-ioustinos/together12_01_16

Αλεξάνδρα Σταμούλη

Γιώργος Σαράτσης

π. Μάριος Ρήγος

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016

Φωτοστιγμές

Από το κθβε 12.01.16

Από το κθβε 12.01.16

Από το κθβε 12.01.16


Αγιά Σοφιά 11.01.16

Αγιά Σοφιά 11.01.16
Αγιά Σοφιά 11.01.16

Αγιά Σοφιά 11.01.16




Πλατεία Άθωνος
Η στοά επί της Ίωνος Δραγούμη όπου έγιναν να γυρίσματα της ταινίας "Ουζερί Τσιτσάνης"

Δυτικό Τείχος "Ασκληπειός"

Συννεφιασμένη Κυριακή.



Σήμερα κατάφερα να δω την ταινία "Ουζερί Τσιτσάνης" που για αρκετές μέρες λίγο μετά το Πάσχα έβλεπα να γίνονται τα γυρίσματα σε διάφορα σημεία της Θεσσαλονίκης. Βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη η ταινία διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη το 1942-1943. Στην υπό γερμανική κατοχή πόλη, ο Γιώργος και η Εστρέα είναι ερωτευμένοι. Όμως ο έρωτας ανάμεσα σε έναν Χριστιανό και μία Εβραία είναι απαγορευμένος. Η περιπετειώδης ιστορία αγάπης, παγιδευμένη ανάμεσα σε ένα απάνθρωπο ολοκληρωτικό καθεστώς και τον παραλογισμό των φυλετικών διακρίσεων, βρίσκει καταφύγιο στο ιστορικό Ουζερί Τσιτσάνης. Εκεί ο μεγάλος Έλληνας συνθέτης Βασίλης Τσιτσάνης διανύει τα πιο δημιουργικά του χρόνια και συνθέτει τα πιο γνωστά του τραγούδια, ανάμεσα στα οποία και την καθοριστική Συννεφιασμένη Κυριακή.

Μεγαλωμένος στη Θεσσαλονίκη έχω συναντήσει αρκετές φορές στο δρόμο, αλλά και σε κάποιες λογοτεχνικές εκδηλώσεις σε κάποια από τα γνωστά βιβλιοπωλεία το Γιώργοα Σκαμπαρδώνη. Δεν έχω διαβάσει το ομόνυμο βιβλίο κι έτσι η πρώτη επαφή με το έργο είναι μέσω της ταινίας. Ψάχνοντας περισσότερες πληροφορίες για το συγγραφέα διαβάζω από τον ίδιο : "Γεννήθηκα το 1953 στη Θεσσαλονίκη. Μεγάλωσα μεταξύ Χαριλάου και Βούλγαρη, δίπλα στη γειτονιά όπου μεγάλωσε και η Ζωή Σαμαρά, γυναίκα του Τσιτσάνη κι όπου για ένα διάστημα έζησε κι ο συνθέτης. Περπατώ ακόμα στα ίδια χώματα. Μια Συννεφιασμένη Κυριακή του 1993 μου γίνεται έμμονη ιδέα να μπω, για λίγες σελίδες, στην ψυχή του κουνιάδου του Βασίλη Τσιτσάνη, Αντρέα Σαμαρά, με τον οποίο ο συνθέτης ανοίγει το 1942 ένα ουζερί, στην οδό Παύλου Μελά 22, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης - δεν ζούσα τότε για να είμαι στην παρέα τους: μέρες γερμανικής κατοχής, αντίστασης, εμφυλίου, εξόντωσης των Εβραίων, πείνας και μέσα σ’ όλα αυτά ο Τσιτσάνης να γράφει τα καλύτερα τραγούδια του.  Το "Ουζερί Τσιτσάνης" δουλεύει ακριβώς στο μάτι της καταιγίδας, κόντρα και ταυτόχρονα έξω απ’ αυτήν και συνεχίζει, μετά τη φυγή του συνθέτη στην Αθήνα το '46, να ζει θρυλικά μέσα στο μυαλό μου, σε διάφορες παραλλαγές. Η ιστορία, επομένως, που ακολουθεί είναι τόσο πραγματική και τόσο φανταστική όσο κι ο τεκές του Σιδέρη και τα περιγιάλια της Παραγουάης του Τσιτσάνη - της δικής του Παραγουάης..." 

Τις περισσότερες μου Κυριακές μετά τη Λειτουργία μου αρέσει να τις περνάω με την οικογένεια μου. Μεσημεριανό φαγητό, κουβέντα, μοίρασμα και δώσιμο. Η μητέρα είναι συχνά συνοδός μου στις κινηματογραφικές μου αποδράσεις. Έτσι και σήμερα. Κάθε λίγο βλέποντας την ταινία μου ψυθίριζε πως όλα αυτά τα είχα ακούσει δεκάδες φορές να της τα διηγείται η γιαγιά της η οποία έζησε τόσο τη γερμανική κατοχή στη Θεσσαλονίκη, όσο και τις βιαιότητες κατά των Εβραίων. Άλλωστε η γιαγιά με τα παιδιά της βρέθηκαν να ζούνε σε κάποιο από τα σπίτια των Εβραίων τα οποία δόθηκαν σε οικογένειες της πόλης στην περιοχή της Ξηροκρήνης.  Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι μικροί σκεφτόμουν καθώς ένιωθα την ενέργεια και τη συναισθηματική φόρτιση μέσα στην αίθουσα. Η ιστορία της πόλης μας , μέσα από την ιστορία ενός μεγάλου της μουσικής του Βασίλη Τσιτσάνη. 

Κάνω μια μικρή ακόμη περιήγησ στο διαδίκτυο και διαβάζω την κριτική της Ειρήνης Ορφανίδου στο thetoc.gr : "Οταν κυκλοφόρησε το (ιστορικό) μυθιστόρημα του δημοσιογράφου – συγγραφέα, Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Ουζερί Τσιτσάνης», το 2001, λίγα ήταν γνωστά για τα νεανικά χρόνια του Βασίλη Τσιτσάνη στη Θεσσαλονίκη. Και όσα, νομίζαμε ότι ξέραμε, ήταν λιγάκι θολά. Παράδειγμα, ο Τσιτσάνης (για τους κολλητούς του, Τσίλας) γράφει τα χρόνια εκείνα, της Κατοχής, και μέχρι το 1946, οπότε και κατεβαίνει στην Αθήνα, μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του, μεταξύ αυτών και τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Ενώ, φανατικός θαυμαστής του –σε μία εφιαλτική στιγμή της ιστορίας, για την κατεχόμενη Θεσσαλονίκη, με το έντονο εβραϊκό στοιχείο, διπλά εφιαλτική, αφού από τον παλιό Σταθμό της πόλης, ξεκινούν τα πρώτα τρένα για το Αουσβιτς- είναι ο Νικόλαος Μουσχουντής, διοικητής της Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης και μετέπειτα, κουμπάρος του. Το βιβλίο του Σκαμπαρδώνη, ήρθε τότε να φωτίσει, όχι μόνο μία σημαντική «στιγμή» του Βασίλη Τσιτσάνη -που «δεν είχε διερευνηθεί επαρκώς», όπως λέει ο συγγραφέας- αλλά και να ανασυστήσει μια ολόκληρη εποχή. Ο Σκαμπαρδώνης ήταν σαφής από την αρχή: Παρότι, η έρευνα κράτησε οκτώ χρόνια, με μαρτυρίες, αλλά και στοιχεία από το Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης («στοιχεία που βρήκα σε κούτες»), δεν πρόκειται για «ντοκιμαντέρ», έλεγε. «Το βιβλίο ενέχει την αυθαιρεσία που θέλει το μυθιστόρημα».

Και μια τελευταία σκέψη για την κινηματογραική αίθουσα. Μέχρι και σήμερα αποτελεί τον καλύτερο τρόπο για να ταξιδεύεις στο χρόνο, ζώντας το χθες στο σήμερα και αναπνέοντας το αύριο.
Καληνύχτα! 




Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

Η γιαγιά Άννα έφυγε.




Οι κύκλοι κλείνουν. Άλλοι φεύγουν κι άλλοι έρχονται. Κι ο καθένας αφήνει το στίγμα και τη σφραγίδα του. Κι είναι και κάποιο λίγοι , μετρημένοι στα δάχτυλα που σχεδόν άγγιξαν την αθανασία , γιατί αγάπησαν την ομορφιά και υπηρέτησαν το πνεύμα χωρίς να ξεχάσουν πως ο άνθρωπος είναι τόσο σώμα όσο και πνεύμα. 

Τέτοια ήταν και η γιαγιά Άννα που άνοιξε τα φτερά της και πέταξε μακριά στο Θεό και Δημιουργό της, που δεν ντράπηκε να τον ομολογήσει , και να τον υπηρετήσει έτσι όπως εκείνη τον κατανοούσε. Μέσα από την Τέχνη και την Τραγωδία. Με αρχοντιά, αλλά και με ταπείνωση του ανθρώπου που πάντα θα είναι τόσο δα μικρός μπροστά στην απεραντοσύνη της θείας αποκάλυψης. 

Καλό ταξίδι!



"γιατί together μπορούμε καλύτερα" με τον π. Λύβιο (15.12.2015)




Η τελευταία μας εκπομπή του 2015 με προσκεκλημένο τον π. Χαράλαμπο Παπαδόπουλο .

https://soundcloud.com/father-ioustinos/together

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016

Θεοφάνεια στη Σμύρνη.



Βλέποντας χθες την τελετή των Θεοφανείων στη Σμύρνη θυμήθηκα ένα παλιό μου κείμενο το οποίο έγραψα σε εκείνη την πρώτη μου επίσκεψη  και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Αγιάσος" το Γενάρη του 2002. 

Τέλη Ιούλη 2001, μπροστά στο ελληνικό Προξενείο της Σμύρνης. Κτήριο νεοκλασικό ανάμεσα σε άλλα το ίδιο επιβλητικά κτήρια, μάρτυρες μιας άλλης εποχής. Θυμήθηκα την Ανζέλ Κουρτιάν η οποία σημείωνε στα τετράδια της: « Αχ, αυτά τα σπίτια που τα καμάρωνα όταν περνούσαμε! Είχαν ένα συνήθειο στη Σμύρνη, να τρώνε με τις πόρτες ανοιχτές. Τα σπίτια ήταν διώροφα, πάντα υπερυψωμένα, με τρία – τέσσερα σκαλάκια, και οι πόρτες τους έμπαιναν λίγο μέσα, ώστε το χειμώνα δε βρεχόσουν μέχρι να σου ανοίξουν. Όταν άνοιγε η πόρτα, αμέσως ήταν η τραπεζαρία. Λοιπόν τα βράδια έβλεπες τις οικογένειες μαζεμένες τριγύρω σε φρεσκοσιδερωμένα, λινά, άσπρα τραπεζομάντιλα, και η υπηρέτρια απαραίτητη -με μαύρο φόρεμα, άσπρη ποδίτσα και μπονεδάκι στο κεφάλι- έφερνε τα φαγιά στο τραπέζι και έδινε σιωπηλά σε μια άλλη, βοηθό, ό,τι περιττό υπήρχε. Τα σερβίτσια άστραφταν και τα ποτήρια ήταν πάντα ακριβά, κολονάτα. Συναγωνιζόντουσαν στη γειτονιά για την καλύτερη εμφάνιση και οι πάντα οι πόρτες ορθάνοιχτες, και πάντα η υπηρέτρια όρθια, πίσω στη γωνιά του τραπεζιού, κοίταζε να μη λείψει τίποτα και ν΄ αλλάξει αμέσως σερβίτσιο. Μου άρεσε, όταν περνούσα να κοιτώ. Λες και ήταν συνεννοημένοι, όλες οι πόρτες ανοιχτές την ίδια ώρα. έτρωγαν κι έξω έπεφτε άπλετο φως που σε προκαλούσε να κοιτάξεις μέσα ».

Απέναντι από το Προξενείο η θάλασσα. Μια τεράστια παραλία εκτείνεται ίσαμε την άκρη του ορίζοντα. Μόλις έχουμε τελειώσει τις απαραίτητες διατυπώσεις για να ανοίξουμε τον ναό της Αγίας Φωτεινής. Ξέραμε από τα πριν ότι δεν έχει καμία σχέση με τον μεγαλόπρεπο ναό και το πανέμορφο καμπαναριό του παρελθόντος. Αλλά και η σημερινή η Σμύρνη ποια σχέση να έχει με την πόλη που περιγράφει η Διδώ Σωτηρίου; « Οι πρώτες μέρες μας στη Σμύρνη είχαν κέφι και συγκινήσεις. Γυρίζαμε εδώ κι εκεί σαν περιηγητές και γεμίζαμε τα μάτια και την ψυχή μας νέα θεάματα και νέες εντυπώσεις, με την άπληστη διάθεση που έχει κανείς για το καινούριο, το φευγαλέο και το προσωρινό. Η μεγάλη πολιτεία με τα άγνωστα σπίτια, τον άγνωστο κόσμο, την άγνωστη ρυμοτομία, τις άγνωστες εκπλήξεις, μας κρατούσαν σε συνεχή έξαψη. Στο Αϊντίνι ήξερες τον καθένα με το όνομα του. Ήξερες που πηγαίνει, όταν βγαίνει την τάδε ώρα, τι λέει όταν συναντιέται με τον άλλον , πού και πώς διασκεδάζει, γιατί τρέχει και ιδρωκοπάει, γιατί παντρεύεται και από τι πεθαίνει. Εδώ το καινούριο βιβλίο με τις ζωηρές εικόνες δεν τελείωνε εύκολα και τα ερωτηματικά ήταν πολλά κι οι γρίφοι σου ζητούσανε μια κάποια λύση, έστω και φανταστική. Δε μας ξέρανε εδώ οι πολλοί άνθρωποι και δεν τους ξέραμε ούτε κι εμείς, κι έτσι νιώθαμε τόση ελευθερία. Το Και , το Παραλλέλι, η Μπελαβίστα, οι Βερχανέδες, οι Μεγάλες Ταβέρνες, το Μπουλβάρ-Αλιότι, ο Κουλές, τα Τράσα, η Αγία-Φωτεινή, η Αγία Κατερίνα, τα βαποράκια του Κορδελιού, το τραμ της προκυμαίας που τόσερναν άλογα, τα κατάμεστα με εύθυμο κόσμο κέντρα, οι πουλητάδες των γιασεμιών, τα μονά-ζυγά φιστίκια, τα «Πολιτάκια» με τα σαντούρια, οι πεταχτές γυναίκες, όλα, έμοιαζαν σαν εύθυμες, χτυπητές κορδέλες, που έπλεκαν ένα χαρωπό γαϊτανάκι. Και μέσα σ΄ αυτά η μητέρα να μπαινοβγαίνει μαζί μας στα καταστήματα και ν΄ αγοράζει τη χαρά του περιττού μέσα σε μεγάλα και μικρά πακέτα».

Είχα καθίσει σ΄ ένα από τα παγκάκια στην παραλία ακριβώς απέναντι από το Προξενείο. Η θάλασσα μπροστά μου είχε πάρει το βαθύ μπλε της χρώμα και κάτι μικρά λευκά κυματάκια έσκαγαν στην τσιμεντένια προκυμαία. Ήταν μεσημέρι και ο ήλιος του Αυγούστου έκαιγε ζεστός από πάνω μου. Καθώς γύρναγα τις σελίδες του τουριστικού οδηγού η ματιά μου έπεσε σε μια από εκείνες τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που είχαν τραβηχτεί κατά τη διάρκεια της πυρπόλησης της Σμύρνης. «…από την Σμύρνη έφτανε στο Κορδελιό η ανταύγεια της φωτιάς που αντανακλούσε στις προσόψεις των κτιρίων και κοκκίνιζαν σαν το αίμα που εχύνονταν στη Σμύρνη. Μέχρι μέσα στο μεγάλο σαλόνι έφτανε η κόκκινη ανταύγεια και όλα κοκκίνιζαν μέσα στο σπίτι. Ο καιρός ήταν συννεφιά και η ανταύγεια αυτή έφτασε στα σύννεφα, κοκκίνισε ο ουρανός, νόμιζες ότι έφτασε η Δευτέρα Παρουσία και ότι θα πάρουν φωτιά οι ουρανοί. Το θέαμα ήταν τρομακτικό, ακούγαμε το μουγκρητό της φωτιάς, τις φωνές εκατοντάδων χιλιάδων γυναικοπαίδων που ζητούσαν βοήθεια…» (Κωνστ. Πολίτη, Μικρά Ασία, 1975)

Ξαφνικά η ήσυχη και γαλήνια γαλάζια θάλασσα μπροστά μου άρχισε να μεταμορφώνεται. Από παντού ερχόταν κόσμος που έτρεχε αλαφιασμένος προς τη θάλασσα. Έκανα να κοιτάξω προς τη μεριά της πόλης και το μόνο που μπορούσα να δω ήταν οι φλόγες και ο καπνός. «Στέκαμε γραμμή για να μπαρκάρουμε. Ό,τι είχαμε, μπόγους, βαλίτσες, τα πετούσαν για να περάσουν. Πέρασε η μητέρα μου, η αδερφή μου έπεσε κάτω, ο κόσμος την πατούσε, δεν μπορούσε να σηκωθεί. Ένας στρατιώτης, καθώς βάσταγε το μωρό της το τρύπησε με την ξιφολόγχη. Το πέρασε από τη μια άκρια της φασκιάς ως την άλλη. Τι να κάνει; Το ΄βαλε σε μιαν ακρούλα. Ζήσε κόρη μου για τα άλλα σου παιδιά» της είπε η μάνα μας». (Η Έξοδος, τ. Α΄ - Μαρτυρία Άννας Καραπέτσου)

Άλλοι σώθηκαν και άλλοι χάθηκαν. Γίνανε μάρτυρες μιας τραγωδίας που ακόμη και σήμερα μετά από 80 χρόνια δύσκολα αποτυπώνεται πάνω στο χαρτί. Ίσως να μην είναι και απαραίτητο. Είναι αποτυπωμένα όλα στις μνήμες και στις καρδιές. Ήρθε στο νου μου ένα δημοτικό τραγούδι που είχα ακούσει στο πρώτο μου ταξίδι στη Μυτιλήνη:
« Εσείς βουνά της Άγκυρας και της Μικράς Ασίας,
ποτέ σας μην ανθήσετε, ποτέ μη λουλουδίστε,
για το κακό που πάθαμε στις δεκατρείς τ΄ Αυγούστου.
Γιόμισαν τα βουνά κορμιά κι οι κάμποι παλληκάρια.
Κι άλλα παιδιά ν΄ αιχμάλωτα, κι άλλα ν΄ λαβωμένα,
Κι ένα παιδί απ΄ τον τόπου μας άλλων παιδιώνε λέει:
Βλέπω παιδιά ΄τοιμάζεστε στον τόπο μας να πάτε.
Ντουφέκι να μην ρίξετε, τραγούδι μην ειπείτε.
Κι αν σας ρωτήσει η μάνα μου κι ο δόλιος μου πατέρας,
πέστε τους πως παντρεύτηκα εδώ μεσ΄ στην Τουρκία.
Πήρα την πλάκα πεθερά, τη μαύρη γη γυναίκα,
δυο κυπαρίσσια αγκαλιά στο μνήμα μου απάνου».

Ο ήλιος κόντευε να δύσει. Ώρα πολύ είχαμε σταθεί εκεί απέναντι από το Ελληνικό Προξενείο της Σμύρνης. Αμέριμνα μερικά τουρκόπουλα έπαιζαν με μια μπάλα, ενώ λίγο πιο πέρα μια γιαγιά τουρκάλα κάτι έλεγα στην εγγόνα της. Ποιος ξέρει. Μπορεί να ιστορούσε τις όμορφες στιγμές που είχαν για αιώνες περάσει με τους Ρωμιούς. Τότε που μοιράζονταν τις χαρές και τις λύπες της καθημερινότητας τους. Ίσως όμως και να ΄λεγε για τον όμορφο Ρωμιό που τις είχε κλέψει την καρδιά, τότε που και αυτή ήταν νέα και δροσερή κοπέλα.

Η γερόντισσα σταμάτησε τη διήγηση απότομα. Το ίδιο και τα παιδιά σταμάτησαν το παιχνίδι. Και το βουητό του δρόμου κι αυτό χάθηκε. Από τη δημοσιά ερχόταν ψαλμωδίες που όλο και δυνάμωναν. Μια μεγαλόπρεπη λιτανευτική πομπή μας ζύγωνε. Λάβαρα, εξαπτέρυγα, παπάδες με άμφια χρυσά και στο τέλος της πομπής ο Δεσπότης, ο Χρυσόστομος Σμύρνης, με την αναστάσιμη φορεσιά του, κρατώντας στα χέρια του το Σταυρό, βαμμένο κόκκινο από το αίμα των αθώων, Ρωμιών και Τούρκων.

Η πομπή χάθηκε μέσα στο σύθαμπο κι εγώ έμεινα εκεί αποσβολωμένος, ανήμπορος να καταλάβω τι απ ΄ όλα αυτά είναι αλήθεια και τι όνειρο…


π. Ι.Κ      


Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016

"Ναι σου λέω, με φίλησε"


Πρώτη μέρα του Γενάρη , ώρα 7 το πρωί και μόλις έχω βγει από την πολυκατοικία για να φύγω με το αυτοκίνητο μου για την ενορία. Ακόμη δεν έχει ξημερώσει και τα πολύχρωμα φωτάκια στα μπαλκόνια δίνουν τον γιορταστικό τόνο των ημερών. Πριν προλάβω να μπω στο αυτοκίνητο δύο κορίτσια κάπου εκεί στα 25 κάνουν την εμφάνιση τους. Τα γέλια τους απόδειξη της χαρούμενης διάθεσης στην οποία βρίσκονταν. Αυτό το γέλιο ήταν ο πρώτος χαιρετισμός που έφτασε στα αυτιά μου στην ανατολή της νέας χρονιάς. 

- "Ναι σου λέω, με φίλησε" έλεγε σχεδόν φωνάζοντας το κορίτσι που περπατούσε μπροστά.
- "Στο μάγουλο;" ρώτησε η φίλη της 
-" Όχι φυσικά. Με φίλησε στο στόμα. Με θέλει σου λέω" απάντησε με νάζι το πρώτο κορίτσι. 

Σε λίγο ήμουν στο αυτοκίνητο κι ακούγοντας μουσική από το δεύτερο πρόγραμμα οδηγούσα για την κοινότητα μου. Τα 50 χλμ. απόστασης από το σπίτι μου, μου δίνουν μια μοναδική ευκαιρία να σκεφτώ και να γεμίσω από πολλές διαφορετικές εικόνες. Τώρα στο μυαλό μου είχα την εικόνα των δύο κοριτσιών και τον μικρό παιχνιδιάρικο διάλογο τους. Το βρήκα τόσο αισιόδοξο όλο αυτό τις πρώτες ώρες της νέας χρονιάς. 

Τελικά αυτό είναι το ζητούμενο στη ζωή όλων μας. Να μπορείς να νιώσεις τη χαρά και την αισιοδοξία μέσα από την παρουσία του άλλου, που σου χαρίζει το άγγιγμα και σε κάνει κοινωνό της δικής του ανάγκης για τρυφερότητα. Κι έτσι ξεκινάνε οι κοινές πορείες και τα κοινά όνειρα για τη ζωή και για το αύριο. Αυτό έκανε το κορίτσι σήμερα το πρωί να πετάει από χαρά. Το μοίρασμα των συναισθημάτων. 

Σε εκείνη την πρώτη Ευχαριστία της νέας χρονιάς, πρόσθεσα μια ακόμη προσευχή, για όλους εκείνους που έχουν ξεχάσει τι θα πει γέλιο, χάδι, όνειρο, με την ελπίδα πως ποτέ δεν είναι πολύ αργά. 



Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

Φως! Παντού Φως!



 " Έτσι συχνά όταν μιλώ για τον ήλιο
μπερδεύεται στη γλώσσα μου ένα
μεγάλο τριαντάφυλλο κατακόκκινο
αλλά δεν μου είναι βολετό να σωπάσω".


Άργησα να ξυπνήσω σήμερα. Αν και το ξυπνητήρι του κινητού μου χτύπησε όπως κάθε μέρα στις 7 το πρωί, απλά το έκλεισα και συνέχισα τον ύπνο του δικαίου. Λίγο μετά τις 10 άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα έξω. Και τότε είδα τον ήλιο να λάμπει. Το φως του παντού χωρίς τσιγκουνιά να λαμπυρίζει πάνω στο δρόμο, τα μπαλκόνια, τα αυτοκίνητα. Το μυαλό μου ταξίδεψε χρόνια πριν στο Λονδίνο , τότε που ήμουν παπάς σε μια από τις ελληνικές κοινότητες. Ακόμη θυμάμαι πως πριν ανοίξω τα μάτια μου τα πρωινά, παρακαλούσα να δω έστω και μια στάλα από ήλιο. Είχα μετρήσει πως δεν είχα δει ήλιο για περισσότερο από ένα μήνα συνεχόμενα. Φρίκη... 

Αυτός ο ήλιος κάθε τόσο που βγαίνει καταφαίρνει κάτι μοναδικό. Σε κάνει να ξεχάσεις τα βάσανα σου. Τα χρέη σου, την ανυμπόρια σου, τα χάλια μιας ολόκληρης χώρας. Εκεί που είσαι έτοιμος να αρχίσεις τον πόλεμο, έρχεται και σου χαϊδεύει τα μαλιά, κάθεται πάνω στους ώμους σου, ζεσταίνει το λαιμό σου, και σε κάνει τόσο αδύναμο σε οποιαδήποτε αντίσταση και αντίδραση. Σχεδόν είναι ερωτικό ετούτο το άγγιγμα και θέλεις όλο και περισσότερο. Κλείνεις τα μάτια και στέκεσαι απέναντι του κι εκείνος χώνεται βαθιά μέσα στο είναι σου και παρακαλάς να μείνει εκεί, να φωτίζει τα μύχια της ψυχής σου.

Σκέφτομαι πως αν αυτά τα χρόνια της κρίσης έπρεπε να τα περάσουν οι φίλοι μας στη δυτική Ευρώπη, ξέρεις εκεί που ο ήλιος δεν είναι μόνιμος κάτοικος, τα νούμερα των αυτοκτονιών και της κατάθλιψης θα ήταν διπλάσια, μπορεί και τριπλάσια από τα δικά μας. Μας σώζει ετούτος ο φωτεινός μας συγκάτοικος που δεν θέλει να αφήσει την απελπισία να φωλιάσει στις ζωές μας. Είναι σα να σου λέει κάθε φορά που ξεπροβάλει πως η ζωή είναι όμορφη, αρκεί να το πιστέψεις, αρκεί να την αφήσεις να σε ερωτευτεί. 

Κι εσύ με τη σειρά σου να θέλήσεις να φωτίσεις με τη ζωή σου όλο τον κόσμο, να διώξεις τη σκοτεινιά και την απελπισία από τις ζωές εκείνων που έχουν δεμένα τα μάτια , έιτε γιατί τους τα έδεσαν, είτε γιατί μόνοι τους το διάλεξαν και δεν μπορούν να δούνε και να νιώσουν πως είμαστε φτιαγμένοι για το φως...

Φως! Παντού Φως!

"Δίνω το χέρι στη δικαιοσύνη
Διάφανη κρήνη κορυφαία πηγή
Ο ουρανός μου είναι βαθύς κι ανάλλαχτος
Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα
Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα".