Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

ΕΙΣΗΓΗΣΗ
ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΕΦΑΛΟΥΡΟΥ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ – ΙΕΡΟΚΥΡΗΚΟΣ

«ΜΙΑ…ΕΚΚΛΗΣΙΑ»

Η φράση «Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία» αποτελεί το ένατο άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως της Ορθόδοξης Εκκλησίας, το οποίο αναφέρεται στις τέσσερις ιδιότητες της Εκκλησίας: ενότητα, αγιότητα, καθολικότητα και αποστολικότητα.
Αυτή η ομολογία πίστεως των Ορθοδόξων που περιέχεται στο λεγόμενο Σύμβολο της Νικαίας-Κων/πόλεως, το σημαντικότερο όλων των συμβόλων στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εκφράζει τη βαθύτερη πεποίθηση αυτής της Εκκλησίας, που κατανοεί τον εαυτό της ως ιδρυθείσα από τον ίδιο τον Θεάνθρωπο Χριστό και ως αγιασθείσα με το αίμα Του, ως εκείνη που οικοδόμησε πάνω στο θεμέλιο των Αποστόλων και ως η αδιάκοπη συνέχεια της μίας αδιαίρετης Εκκλησίας των οκτώ πρώτων χριστιανικών αιώνων.
Είναι σαφές από τα παραπάνω ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία πρεσβεύει ότι δεν αποτελεί μια επιμέρους Εκκλησία που βρίσκεται σε ίση μοίρα με τις πολλές χριστιανικές εκκλησίες που υπάρχουν τώρα, αλλά ενσαρκώνει στον εαυτό της τη μία και μόνη Εκκλησία του Χριστού. "Ακριβώς δε επειδή η Εκκλησία είναι σώμα Χριστού, και επειδή μία είναι και η κεφαλή αυτής, ο Ιησούς Χριστός, είναι μία, και βεβαίως μετά μιας κεφαλής δύναται να είναι εις όργανικήν σχέσιν ζωής μόνον εν σώμα" (Κρικώνης Θ. Χρίστος, Η Αυθεντία της Εκκλησίας, το Κύρος της Παραδόσεως της και η Διδασκαλία των Πατέρων, Univercity Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 244). Δεν είναι, συνεπώς, μια μερική και αποσπασματική Εκκλησία, αλλά καθολική, πλήρης και ολοκληρωμένη, και ως διδασκαλία της έχει την διδασκαλία του Χριστού και των Αποστόλων, την οποία διατήρησε ανέπαφη μέσα στους αιώνες, επεξηγώντας την με ποικίλους τρόπους.
Σε αυτή την περιεκτική εκκλησιολογία, "οι τέσσερεις ιδιότητες της Εκκλησίας δεν συνιστούν τέσσερα στεγανά χαρακτηριστικά, αλλά μάλλον μιαν ενότητα και ολότητα, όπου το ένα περιχωρεί στα άλλα, όπου το ένα δεν νοείται ούτε υπάρχει χωρίς τα άλλα, κι' αυτό διότι όλα απορρέουν από το ένα Πρόσωπο του Χριστού, ως «χάρις του Κυρίου Ιησού Χριστού» και ως «αγάπη του Θεού» και Πατρός, και ως «κοινωνία του Αγίου Πνεύματος» (2 Κορ. 13: 13)". (Ιωάν. 3:29. Βλ. και Γρηγ. Νύσσης, PG 44,777C)

1. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία Εκκλησία
O Χριστός ίδρυσε μία Εκκλησία και όχι πολλές, αυτή που στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται ως μία νύμφη, ένα σώμα Χριστού, μία ποίμνη, στους κόλπους της οποίας θα συναχθούν όλα τα έθνη της γης. Δεν είναι άλλωστε δυνατόν να έχει πολλά σώματα ο ένας Κύριος Ιησούς Χριστός.
Η ενότητα της Εκκλησίας εντοπίζεται στο δόγμα, το ήθος, τη λατρεία και το πολίτευμα αυτής. Η ενότητα στην πίστη, αποτελεί το σύνδεσμο που ενώνει τα μέλη της Εκκλησίας μεταξύ τους και τους πιστούς με τον Κύριο, και επικεντρώνεται στην ομολογία της ίδιας δογματικής διδασκαλίας. Χωρίς αυτή την ενότητα, εμφανίζονται οι αιρέσεις που αρνούνται επί μέρους δογματικές αλήθειες. Από την ενιαία δογματική πίστη, απορρέει όπως είναι φυσικό και ένα ήθος το οποίο χαρακτηρίζει την Εκκλησία και τον τρόπο ζωής των μελών της. Επίσης, η μία λατρεία, εννιαίως τηρούμενη στο σύνολο του Ορθοδόξου κόσμου, αποτελεί συστατικό στοιχείο της ενότητας της Εκκλησίας. Για το λόγο αυτό, οι διαφορές στις λειτουργικές πράξεις ανάμεσα σε Ορθοδόξους και Ρωμαιοκαθολικούς, τελικά συνιστούν παράγοντα διάσπασης. Αλλά και η ενότητα στη διοίκηση της Εκκλησίας είναι ένας επίσης σημαντικός παράγοντας που εμποδίζει τη διάσπαση της αγαπητικής κοινωνίας. Διαφορετικά, εξαιτίας της ανθρώπινης εγωπάθειας, ή φιλοδοξίας, υπάρχει ο κίνδυνος να χωριστεί η Εκκλησία σε σχίσματα.
Επομένως η Εκκλησία είναι μία, διότι έχει μόνο μια κεφαλή, ένα Πνεύμα που την συγκροτεί, μια πίστη, ένα βάπτισμα, μια αρχή και ένα σκοπό. Αφού πράγματι η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού, διότι «αυτός εστίν η κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας» (Κολασ. α’ 18), και αφού ο Χριστός είναι ένας και αιώνιος, σημαίνει ότι και η αληθινή Εκκλησία Του είναι μόνο μία, αιώνια, και αμετάβλητη «μέχρι της συντέλειας του αιώνος».
Την ενότητα αυτής της μιας Εκκλησίας την συναντούμε στην αρχιερατική προσευχή του Κυρίου μας, λίγες μόνο ώρες πριν από το Πάθος : "Πάτερ αγίασον αυτούς εν τη αληθεία σου• ο λόγος ο σος αλήθεια εστί… Ου περί τούτων δε ερωτώ (=παρακαλώ) μόνον, αλλά και περί των πιστευόντων διά του λόγου αυτών εις εμέ. Ίνα πάντες εν ώσι, καθώς συ, πάτερ, εν εμοί, καγώ εν σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν, ίνα ο κόσμος πιστεύση ότι συ με απέστειλας. Και εγώ την δόξαν ην δέδωκάς μοι δέδωκα αυτοίς, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς εν εσμέν, εγώ εν αυτοίς και συ εν εμοί, ένα ώσι τετελειωμένοι εις εν, και ίνα γιγνώσκη ο κόσμος ότι συ με απέστειλας και ηγάπησας αυτούς καθώς εμέ ηγάπησας. Πάτερ, ους δέδωκάς μοι, θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ' εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν ην δέδωκάς μοι, ότι ηγάπησάς με προ καταβολής κόσμου. Πάτερ δίκαιε, και ο κόσμος σε ουκ έγνω, εγώ δε σε έγνων, και ούτοι έγνωσαν ότι συ με απέστειλας. Και εγνώρισα αυτοίς το όνομά σου και γνωρίσω, ίνα η αγάπη ην ηγάπησάς με εν αυτοίς η, καγώ εν αυτοίς". (Ιωάν. ιζ' 17-26).
Να πως ο Άγιος Νεκτάριος ερμηνεύει στο βιβλίο του «Μελέτη Ιστορική Περί των αιτίων του Σχίσματος, περί της διαιωνίσεως αυτού και περί του δυνατού ή αδυνάτου της ενώσεως των δύο Εκκλησιών της Ανατολικής και της Δυτικής» :

«Η ενότης άρα της Εκκλησίας έγκειται εν τη μετά του Κυρίου ενώσει των μελών αυτής. Πάντες οι εις Χριστόν πιστεύσαντες διά των αγίων Αποστόλων ηνώθησαν μετά του Ιησού και ηγιάσθησαν εν τη αληθεία του Θεού και Πατρός.
Η ενότης άρα είναι εσωτερική, μυστική, άμεσος, θεία, τελεία, τετελειωμένη θεία ευδοκία και αγάπη.
Οι πιστεύσαντες έλαβον την χάριν και την αλήθειαν, το φως και την ζωήν διά Ιησού Χριστού και ηνώθησαν μετ' αυτού. Τι δύναται να χωρίση αυτούς από της ενότητος της μετά του Κυρίου; Εάν δε ο δεσμός ούτος εστί τέλειος, τις η χρεία ετέρων δεσμών, ετέρας πίστεως;
Οι πιστεύσαντες ειλκύσθησαν προς τον Σωτήραν υπό του πέμψαντος αυτόν πατρός (Ιωάν. στ' 44) και έλαβον την χάριν της απολυτρώσεως• ως δε η αλήθεια ηλευθέρωσεν αυτούς από της δουλείας της αμαρτίας, τις δύναται να στερήση αυτούς της εν Χριστώ ελευθερίας;
Οι πιστεύσαντες εγένοντο υιοί φωτός και μέτοχοι δόξης αιωνίου, τις δύναται να αφαιρέση απ' αυτών τον φωτισμόν και την δόξαν;
Oι πιστεύσαντες εγένοντο υιοθετοί Θεού διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τις την υιοθεσίαν ταύτην δύναται να αρνηθή ή να άρη;
Οι πιστεύσαντες εγένοντο διά της θείας μεταλήψεως κοινωνοί του σώματος και αίματος του Kυρίου, μένουσι δε εν τω Χριστώ και ο Χριστός εν αυτοίς, τις ισχυρός να διαρρήξη τα θεία ταύτα δεσμά της ενότητος;
Οι πιστεύοντες λαμβάνουσι Πνεύμα άγιον, το πάντα συγκροτούν τον θεσμόν της Εκκλησίας και αναδεικνύον ταύτην Mίαν, Aγίαν και Καθολικήν, τις δύναται να διασπάση την ενότητα αυτής; Ματαία άρα η απαίτησις εξωτερικού συνδέσμου και ετέρας πίστεως εκ των γραφών μάλιστα αποκρουομένης προς εξασφάλισιν της σωτηρίας των πιστεύοντων εις τον Κύριον Ιησούν Χριστόν».

2. Αιρέσεις
Όπως αναφέραμε στην αρχή της εισηγήσεως μας η απόρριψη των επί μέρους δογματικών αληθειών δημιουργούν την αίρεση. Αποτέλεσμα της ποιμαντικής ευθύνης της Εκκλησίας από την πρώτη στιγμή της εμφάνισης των αιρετικών διδασκαλιών είναι οι Οικουμενικές Σύνοδοι, καρπός των οποίων είναι η δογματική διδασκαλία της.

Είναι βασική η διδασκαλία της Εκκλησίας, περί του ότι ο φαύλος βίος γεννά φαύλα δόγματα· ο άγιος Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας το αποστολικό λόγιο: «Ψυχικός δε άνθρωπος ου δέχεται τα του Πνεύματος· μωρία γαρ αυτώ εστι» [Α΄ Κορ. 2, 14] λέγει: «Και σε πολλά άλλα σημεία λέγει, ότι αιτία για τη μη αποδοχή των τελειοτέρων δογμάτων είναι η διαφθορά του βίου» . Η αντίληψη αυτή της Εκκλησίας διασώζεται και στην παλαιά ελληνική παροιμία «Ο πίπτων ηθικώς, πίπτει και κατά τας ιδέας».
Περί της δημιουργίας των αιρέσεων ως απ’ ευθείας έργου των δαιμόνων, μας βεβαιώνουν οι Άγιοι Πατέρες· ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει · «Υπάρχουν μερικοί ακάθαρτοι δαίμονες που μόλις αρχίση κάποιος την μελέτη της Αγίας Γραφής του αποκαλύπτουν την ερμηνεία της. Τούτο ιδιαίτερα αγαπούν να το κάνουν σε καρδιές κενοδόξων ανθρώπων και μάλιστα μορφωμένων με την κατά κόσμον παιδεία. Και αποσκοπούν να τους ρίξουν σε αιρέσεις και βλάσφημες ιδέες απατώντας τους σιγά-σιγά. Θα αντιληφθούμε δε καλώς την δαιμονική αυτή θεολογία ή καλύτερα βαττολογία από την ταραχή και την ακατάστατη και άτακτη ευχαρίστησι που δημιουργείται στην ψυχή την ώρα της εξηγήσεως»
Και η σύγχρονη όμως εποχή δεν είναι μακράν των αιρέσεως και μάλιστα αιρέσεων νεοφανών οι οποίες δημιουργούν προβλήματα στην άσκηση των ποιμαντικών μας καθηκόντων ως ποιμένων και διδασκάλων της Εκκλησίας. Άκρως κατατοπιστικό σε σχέση με την σύγχρονη διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί των αιρέσεων η 20η Συνδιάσκεψη των εκπροσώπων των Ορθοδόξων Εκκλησιών η οποία εξέδωσε το εξής ανακοινωθέν:
«Η διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι η διδασκαλία του Χριστού. Ο Χριστός την παρέδωκε και η Εκκλησία την παρέλαβε. Η παράδοση-διδασκαλία του Χριστού είναι ΜΙΑ. Η πίστη της Εκκλησίας είναι ΜΙΑ. Και η Εκκλησία είναι ΜΙΑ. Η Εκκλησία είναι "στύλος και εδραίωμα της αληθείας" (Α΄Τιμ. 3, 15). Αυτή είναι η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία, δηλαδή η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. Η αλήθεια της Εκκλησίας αυτοπεριφρουρείται με την αδιάσπαστη αποστολική διαδοχή της ιερωσύνης και της πίστεως
1. Η όποια παραποίηση της διδασκαλίας, που παρέδωκε ο Χριστός, δεν είναι κάτι το απλό. Είναι μία σπορά κάποιου "άλλου" (του διαβόλου). Και αυτή η αλλοίωση της διδασκαλίας του Χριστού συνιστά την αίρεση και δημιουργεί στους οπαδούς της την ανάγκη για σύσταση θεσμικής οργάνωσης για περιφρούρησή της. Την οργάνωση αυτή οι οπαδοί της την ονομάζουν "εκκλησία", ενώ δεν είναι.
2. Η αίρεση αποτελεί έκπτωση από την Αλήθεια του Χριστού και είναι καρπός ανθρωποκεντρικής και λογοκρατικής ερμηνείας της θείας διδασκαλίας. Έτσι φτιάχνει μία νέα θρησκευτική ομάδα, η οποία δεν ακολουθεί την άπαξ παραδοθείσα πίστη.
3. Βασικά χαρακτηριστικά των αιρετικών ομάδων είναι ότι:
 Δεν αποτελούν συνέχεια της Αποστολικής Εκκλησίας,
 Μετατρέπουν την πίστη σε ιδεολόγημα,
 Σχετικοποιούν την αλήθεια,
 Εμμένουν σε υποκειμενικές ερμηνείες,
 καλλιεργούν την ψευδαίσθηση για την επίτευξη της σωτηρίας μόνο στους κόλπους της ομάδος, και,
 χρησιμοποιούν πρακτικές που καταλύουν την ατομική ελευθερία και συντρίβουν το ανθρώπινο πρόσωπο.
4. Ο προσηλυτισμός, που επιδιώκεται με μεθόδους πλύσης εγκεφάλου και άλλες επικίνδυνες μεθοδεύσεις από τις ποικιλώνυμες αιρέσεις προκαλεί σειρά σοβαρών προβλημάτων σε επίπεδο προσωπικό, οικογενειακό και κοινωνικό.
5. Η Εκκλησία μας βλέπει την αίρεση σαν σοβαρό πνευματικό νόσημα, που για θεραπεία του απαιτεί μία ειδική "ιατρική" παρέμβαση και αγωγή. Στην προσπάθειά της αυτή η Εκκλησία κάνει διαχωρισμό ανάμεσα στην αίρεση σαν σύστημα ψευδοδιδασκαλιών, και στον αιρετικό σαν άτομο που νοσεί πνευματικά, σαν πρόβατο απολωλός, που η Εκκλησία το αναζητεί με αγάπη και σεβασμό στην ελευθερία του.
6. Η αγάπη αυτή πηγάζει από την σωτήρια βούληση του Θεού Πατρός να αποστείλει τον μονογενή του Υιό στον κόσμο "ίνα σωθεί ο κόσμος δι' Αυτού" (Ιω. 3, 17). Εκφράζεται κατ' εξοχήν με την ζώσα μαρτυρία της Μιας Αληθείας, η οποία δεν είναι ούτε ιδεολόγημα, ούτε φιλοσοφικό σύστημα. Ταυτίζεται με το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, του Υιού και Λόγου του Θεού. Κατά συνέπεια η αλήθεια της Εκκλησίας είναι απαραίτητη για την σωτηρία.
7. Η δογματική αλήθεια της Εκκλησίας δεν είναι ένα θεωρητικό σύστημα άσχετο με την ζωή των πιστών, αλλά η δύναμη που διέπει την εν Χριστώ ζωή.
8. Η περιφρούρηση της Ορθοδόξου Πίστεως αποτελεί καθήκον των ποιμένων της Εκκλησίας και είναι εκδήλωση αγάπης και όχι φανατισμού.
9. Κατά την θεραπευτική φροντίδα των ποιμένων για τα πλανηθέντα πρόβατα, οι ποιμένες οφείλουν να παρακολουθούν και να ελέγχουν τα προσωπικά τους κίνητρα και να φέρονται σ' αυτούς με αγάπη και καλωσύνη. Χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: "ου γαρ νικήσαι ζητούμεν, αλλά προσλαβείν αδελφούς, ων τω χωρισμώ σπαρασσόμεθα" (δεν επιδιώκομε να νικήσουμε τους άλλους σαν αντιπάλους μας, αλλά να τους κερδίσουμε σαν αδελφούς μας, γιατί για τον χωρισμό τους πονάμε βαθειά) (P.G. 36, 440Β).
10. Το χρέος της αγάπης προς τους αιρετικούς αποκλείει και καταδικάζει κάθε πολεμική αντιπαράθεση. Και εκφράζεται, προς μεν τους δεχομένους τον διάλογο (καλοπροαίρετους-θύματα), με ιδιαίτερη στοργή, προς δε εκείνους που εμμένουν στην πλάνη (κακοπροαίρετους) με σαφή απόρριψη και χωρίς την χρήση της "οικονομίας". Το μέτρο και την ποιότητα της πνευματικής αυτής διακονίας μας πρέπει να την προσδιορίζουν οι λόγοι του Κυρίου: "γίνεσθε φρόνιμοι ως οι όφεις και ακέραιοι ως αι περιστεραί" (Ματθ. 10,16).
11. Ιδανικό θεραπευτήριο των θυμάτων της πλάνης αποτελεί η ζωντανή ενορία, επειδή μέσα στον ζεστό και φιλόξενο χώρο της μπορεί, με την Χάρη του Θεού, να αποκατασταθή η εν αγάπη και ελευθερία σχέση τους με τον Θεό και τους ανθρώπους.

3. Διαχριστιανικοί διάλογοι

Από τη μια πλευρά υπάρχει η αίρεση και από την άλλη η διάθεση μεταξύ των χριστιανικών ομολογιών για διάλογο. Οι απόψεις για το θέμα αυτό αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους. Από τη μία εκείνοι που πιστεύουν πως ορθώς ο διάλογος συνεχίζεται μέχρι σήμερα και από την άλλη εκείνοι που θεωρούν όχι μόνο άσκοπο αλλά ταυτόχρονα και μετοχή στην αίρεση την κάθε είδους κοινή δραστηριότητα. «Είναι κοινή διαπίστωση, ότι οι Διάλογοι, διαχριστιανικοί και διαθρησκειακοί, γίνονται στις ημέρες μας όλο και πιο συχνοί. Και το μεν Οικουμενικό Πατριαρχείο συνεχίζει και εντατικοποιεί την παλαιά σχετική τακτική του, το συναγωνίζεται όμως και η Εκκλησία της Ελλάδος, ρίχνοντας το βάρος κυρίως προς δύο κατευθύνσεις: τις επαφές με το Βατικανό και τον Παπισμό αφ΄ ενός, αλλά και τις διαθρησκειακές συναντήσεις αφ΄ετέρου. Και το μεν Οικουμενικό Πατριαρχείο ακολουθεί την χαραγμένη από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα (1972) πορεία, χωρίς δυνατότητα πλέον αυτοκριτικής και αυτοελέγχου, η δε Εκκλησία της Ελλάδος, στις διοικητικές δομές της και παρά τις συνεχείς αντιδράσεις της πλειονοψηφίας του Κλήρου και του ευσεβούς Λαού, τείνει να υπερβή το Πατριαρχικό Κέντρο σε πρωτοβουλίες, με ρυθμούς συνεχώς επιταχυνομένους, που δίκαια προβληματίζουν, διότι αθετούν σκανδαλωδώς την γνωστή από το παρελθόν τακτική της συνετής αυτοσυγκρατήσεως, που εφήρμοζαν οι Αρχιεπίσκοποί μας, από τον Χρυσόστομο Β´ (1968) μέχρι και τον Σεραφείμ (1998). Και το ερώτημα είναι αμείλικτο: Διατί;» Οι διάλογοι χωρίς προσωπείον του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών

Ενδιαφέρον έχει να δούμε και την πλευρά της Εκκλησίας έτσι όπως τοποθετήθηκε με το Μήνυμα των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, το οποίο εδημοσιεύθη μετά τη συνάντηση τους εις την Πάτμο, την 26η Σεπτεμβρίου 1995, το οποίο αναφέρεται ακριβώς εις τους Διαλόγους: " Η δημιουργική αναβίωσις του πνεύματος των Πατέρων της Εκκλησίας όχι μόνον εβοήθησε τον σύγχρονον θεολογικόν και εκκλησιαστικόν κόσμον εις την ανανέωσιν της ζωής των κατά τόπους ημετέρων Εκκλησιών εν γένει, αλλά προσέφερεν επίσης εις τους διαφόρους οργανισμούς της συγχρόνου Οικουμενικής Κινήσεως και εις τους συναφείς διμερείς και πολυμερείς Θεολογικούς Διαλόγους την μαρτυρίαν της μιάς αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Η εν γένει Οικουμενική Κίνησις, της οποίας η παρουσία περί τα τέλη της ληγούσης χιλιετίας υπήρξεν έντονος και ανεπτέρωσεν ιεράς ελπίδας μεταξύ των διηρημένων Χριστιανών, απετέλεσε σημαντικόν χώρον μαρτυρίας αναδείξεως και συμβολής της Ορθοδόξου Θεολογίας. Ατυχώς όμως αι κατά τας τελευταίας δεκαετίας παρατηρούμεναι κρίσεις εις τους κόλπους της Οικουμενικής Κινήσεως επιβάλλουν εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν την ανάγκην αντιστάσεως προς τοιαύτας εκτροπάς και την προβολήν της γνησίας Παραδόσεως της Εκκλησίας. Φρονούμεν ιδιαιτέρως ότι η Ουνία και ο Προσηλυτισμός αποτελούν σοβαρά εμπόδια εις την πρόοδον του διαλόγου ημών μετά των Ρωμαιοκαθολικών και των Διαμαρτυρομένων".

Το σίγουρο και βέβαιο είναι πως μεταξύ ανηφόρας και κατηφόρας υπάρχει η μέση και βασιλική οδός την οποία όλες οι πλευρές θα πρέπει να ακολουθήσουν στο θέμα των διαλόγων, ώστε να μην μιλάμε ούτε για προδότες της πίστεως, ούτε για φανατικούς υπέρ-ορθόδοξους.

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης, από τη Ρωσία, διηγείται αυτό το όραμα που είχε τον Ιανουάριο του 1901:

«Μετά τις βραδινές προσευχές, ξάπλωσα λίγο να ξεκουραστώ στο αμυδρά φωτισμένο κελί μου, καθώς ήμουν κουρασμένος. Μπροστά από την εικόνα της Μητέρας του Θεού βρισκόταν κρεμασμένη η λαμπάδα μου. Δεν είχε περάσει πάνω από μισή ώρα, όταν άκουσα ένα θρόισμα. Κάποιος ακούμπησε τον αριστερό μου ώμο και με τρυφερή φωνή μου είπε: «σήκω δούλε του Θεού Ιωάννη, και ακολούθησε το θέλημα του Θεού!»
Σηκώθηκα και είδα κοντά στο παράθυρο έναν ένδοξο στάρετς (γέροντα) με ψαρά μαλλιά, φορώντας ένα μαύρο μανδύα, και κρατώντας μια ράβδο στο χέρι του. Με κοιτούσε τρυφερά και κρατιόμουν με δυσκολία να μην πέσω εξαιτίας του μεγάλου φόβου μου. Τα χέρια και τα πόδια μου έτρεμαν, ήθελα να μιλήσω, άλλα η γλώσσα μου δεν με υπάκουε. Ο γέροντας έκανε το σημείο του σταυρού σε μένα και σύντομα γέμισα με γαλήνη και χαρά. Έπειτα, έκανα το σταυρό μου κι ο ίδιος.
Στη συνέχεια, έδειξε με τη ράβδο του προς το δυτικό τοίχο του κελιού μου, έτσι ώστε να παρατηρήσω ένα συγκεκριμένο σημείο. Ο γέροντας είχε χαράξει στον τοίχο τους ακόλουθους αριθμούς:1913, 1914, 1917, 1922, 1924 και 1934. Ξαφνικά ο τοίχος εξαφανίστηκε και περπατούσα με το γέροντα σε ένα πράσινο λιβάδι και είδα πλήθος από χιλιάδες σταυρούς σαν σημάδια τάφων.
Ήταν ξύλινοι, πήλινοι ή χρυσοί. Ρώτησα τον γέροντα, για πιο λόγο υπήρχαν αυτοί οι σταυροί. Μου απάντησε γαλήνια, ότι οι σταυροί αυτοί υπάρχουν γι΄ αυτούς που υπέφεραν και δολοφονήθηκαν για την πίστη τους στο Χριστό και για τον Λόγο του Θεού, και έγιναν μάρτυρες. Και έτσι συνεχίσαμε να περπατάμε.
Ξαφνικά είδα ένα ολόκληρο ποτάμι από αίμα και ρώτησα τον γέροντα, ποια είναι η σημασία αυτού του αίματος και πόσο είχε χυθεί. Ο γέροντας κοίταξε γύρω και απάντησε: «Αυτό είναι το αίμα των αληθινών Χριστιανών!» Έδειξε έπειτα σε κάποια σύννεφα , και είδα πλήθος από αναμμένα καντήλια που έκαιγαν με άσπρη φλόγα. Άρχισαν να πέφτουν προς το έδαφος το ένα μετά το άλλο κατά δεκάδες και εκατοντάδες. Κατά την πτώση τους, σκοτείνιαζαν και γινόταν στάχτες.
Τότε ο γέροντας μου είπε, «Κοίτα!», και είδα σε ένα σύννεφο εφτά καιγόμενα καντήλια. Ρώτησα ποιο είναι το νόημα των καιγομένων καντηλιών που πέφτουν στο έδαφος και μου απάντησε: «Αυτές είναι οι εκκλησίες του Θεού που έχουν πέσει σε αίρεση, άλλα αυτά τα εφτά καντήλια στα σύννεφα είναι οι εφτά Εκκλησίες της μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, που θα μείνουν μέχρι τέλους του κόσμου!».


ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΙΣ, 28 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 2009