Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2008

Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ


5.30 το πρωί. Το τηλέφωνο χτυπάει επίμονα. Έξω ακόμη σκοτάδι. Στη άλλη άκρη της γραμμής η τρεμάμενη φωνή φίλου κληρικού από την Αθήνα : «Ο Αρχιεπίσκοπος τελείωσε…». Ανοίγω την τηλεόραση και ακούω τις ανταποκρίσεις. Μέρες τώρα περιμέναμε. Κι όμως, προσπαθώ να το συνειδητοποιήσω., να το πιστέψω. Να πιστέψω πως δεν θα ξαναδώ το χαμογελαστό του πρόσωπο, δεν θα ξανακούσω τη γεμάτη ζεστασιά φωνή του. Το ένα αφιέρωμα διαδέχεται το άλλο. Ο καθένας έχει κάτι να πει για τον Κληρικό με τα τόσα χαρίσματα. Από τη σκέψη μου περνάνε οι στιγμές της τελευταίας μας συνάντησης λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Καταβεβλημένος από την ασθένεια. , σχεδόν αγνώριστος, αλλά με την ίδια λάμψη στο βλέμμα. Μιλήσαμε περίπου μια ώρα. Φεύγοντας τον αγκάλιασα και τον φίλησα. Ήξερα πως αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα ζωντανό. Πολλά έχουν γραφτεί, άλλα τόσα έχουν ειπωθεί και ακόμα θα ειπωθούν για τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο. Η ιστορία κάποια στιγμή θα τοποθετηθεί για το πρόσωπο Χριστόδουλος, αξιοποιώντας τις όποιες μαρτυρίες. Το σίγουρο είναι πως ο ίδιος σε όλη του τη ζωή γινόταν η αιτία για την ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ!!

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2008

ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ 2008

Ο π. Ιουστίνος στο κέντρο με τους ιερείς του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου στη Νέα Πέραμο (Καβάλας).

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2008

ΝΕΑΝΙΚΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ

Σχεδόν είχε πέσει η νύχτα. Στο ναό της Παναγίας το φως των καντηλιών έριχνε την ιλαρή του λάμψη πάνω στα πρόσωπα των αγίων. Κόντευε δεκαπενταύγουστος και το καλοκαίρι βρισκόταν στην καλύτερή του στιγμή. Ο ζεστός αέρας έμπαινε μέσα από το παράθυρο του παρεκκλησίου όπου από νωρίς ο πνευματικός της ενορίας είχε αρχίσει το μυστήριο της μετανοίας. Η τελευταία πονεμένη ψυχή, έβγαινε από το εξομολογητήριο ανάλαφρη και ανανεωμένη. «Δόξα σοι ὁ Θεός» ακούστηκε να ψελλίζουν τα χείλη του ιερέα, ο οποίος άρχισε να κατευθύνεται προς το θαυματουργό εικόνισμα της Παναγίας στον κυρίως ναό. Ήθελε να δει το πρόσωπο της Μάνας των ανθρώπων πριν και ο ίδιος φύγει, να την ευχαριστήσει για όλες τις χαρές και ευεργεσίες που του χαρίζει όλα αυτά τα χρόνια που υπηρετεί τη Χάρη της και να νιώσει τα μάτια της να τον αγγίζουν με τη στοργή και την αγάπη που μόνο μια μάνα γνωρίζει.

Σκεφτόταν όλα όσα άκουσε στην εξομολόγηση. Νιώθει πως και ο ίδιος βαραίνει από την ευθύνη απέναντι στα πνευματικά του παιδιά. Στέκεται αμίλητος μπροστά στο εικόνισμα, με κλειστά τα μάτια και με κατεβασμένο το κεφάλι. Με τρόπο μυστικό εναποθέτει μπροστά στα πόδια της Παναγίας την δική του προσευχή για «τα εκούσια και τα ακούσια» αμαρτήματα όλων εκείνων που πέρασαν το κατώφλι της θύρας της μετανοίας. «Παναγία μου, κράτησε μας από το χέρι και οδήγησε τα βήματα μας, για να μην χανόμαστε μέσα στη βοή του κόσμου. Μπορεί να έχουμε ενηλικιωθεί, όμως στην πραγματικότητα είμαστε σαν τα μικρά παιδιά, που έχουν ανάγκη τη συμβουλή και την καθοδήγηση της μάνας τους.»

Η κούραση της ημέρας δεν υπάρχει πλέον. Λες και άπλωσε το χέρι της η Παναγία και την πήρε. «Σε ευχαριστώ Παναγία μου που υπάρχεις στη ζωή μας!». Μα πριν προλάβει να τελειώσει την ευχαριστία του , μια νεανική φωνή ακούγεται :
«Καλησπέρα πάτερ! Θα μπορούσαμε να σας απασχολήσουμε για λίγο;».
Μια κοπέλα κι ένα παλικάρι στέκονταν λίγα βήματα πίσω του και περίμεναν υπομονετικά.
«Καλησπέρα παιδιά μου! Τι σας φέρνει τέτοια ώρα εδώ;»
«Περνούσαμε έξω από την εκκλησία και νιώσαμε την ανάγκη να ανάψουμε ένα κερί. Σας είδαμε μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και σκεφτήκαμε να σας μιλήσουμε».
Η εμφάνιση των δύο νέων ήταν ανάλογη της εποχής. Καλοκαιρινά ρούχα, πρόσωπα καμένα από τον ήλιο και μάτια γεμάτα από ερωτηματικά. Τίποτε το επιτηδευμένο και ψεύτικο στη συμπεριφορά τους. Κύριο χαρακτηριστικό όλων των νέων ανθρώπων, που ακόμη δεν έχουν μπει στη διαδικασία της υποκρισίας την οποία διδάσκονται από τους μεγάλους.
«Ελάτε να καθίσουμε εδώ κοντά στην εικόνα της Παναγίας μας.»
Το λόγο πήρε η κοπέλα: «Πρώτα να σας συστηθούμε πάτερ. Εγώ είμαι η Ελένη και ο φίλος μου είναι ο Άλκης. Μένουμε εδώ κοντά στην εκκλησία. Μεγαλώσαμε παίζοντας στην αυλή της Παναγίας και χωρίς να καταλαβαίνουμε το γιατί, αισθανόμαστε πως ο χώρος αυτός είναι κομμάτι του εαυτού μας. Έχουμε περάσει τις πιο όμορφες μα και τις πιο δύσκολες στιγμές μας εδώ κοντά στην Παναγία. Εδώ ερχόμασταν κάθε πρωί πριν τις εξετάσεις στο σχολείο, εδώ μάθαμε την εισαγωγή μας στο πανεπιστήμιο, εδώ αποχαιρετήσαμε τον παιδικό μας φίλο που πέθανε από τα ναρκωτικά, εδώ νιώσαμε πως εγώ και ο Άλκης θα θέλαμε να κάνουμε οικογένεια».
Τα χέρια των δύο παιδιών ενώθηκαν. «Χαίρομαι με όλα αυτά που ακούω παιδί μου. Χαίρομαι που βλέπω απέναντι μου δύο νέους ανθρώπους που έχουν αυτή την όμορφη σχέση μεταξύ τους. Έχουμε ανάγκη από καλές οικογένειες, φτιαγμένες από ανθρώπους με αγάπη για την Εκκλησία».
«Μα εμείς πάτερ δεν είμαστε και πολύ της Εκκλησίας» ακούστηκε η φωνή του Άλκη. «Δεν θεωρούμε ανάγκη να πηγαίνουμε κάθε Κυριακή στην Εκκλησία, ούτε να κάνουμε όλα εκείνα που κάνουν οι «ευσεβείς» άνθρωποι. Παρόλα αυτά νιώθω πως με την Παναγία έχω μια πολύ ιδιαίτερη σχέση. Θυμάμαι πως όταν ήμουν μαθητής στο γυμνάσιο είδα για πρώτη φορά την εικόνα της Παναγίας από τα Ιεροσόλυμα. Μου φάνηκε τόσο όμορφο το πρόσωπο της . Νιώθω ακόμη και τώρα που σας το περιγράφω το αίσθημα της ζεστασιάς από το βλέμμα της. Ξέρετε, η μητέρα μου πέθανε όταν ακόμη ήμουν μικρός από καρκίνο. Σχεδόν δεν την γνώρισα. Θυμάμαι πολύ αμυδρά κάποιες στιγμές μαζί της. Ένιωσα αμέσως πως η Παναγία ήταν κι αυτή μάνα μου. Δεν τα έχω πει ποτέ όλα αυτά σε κανέναν γιατί νομίζω πως δεν θα τα καταλάβουν. Όμως εγώ έτσι νιώθω.»
Τα μάτια του ιερέα είχαν βουρκώσει. Σκεφτόταν πως τίποτε ομορφότερο δεν θα μπορούσε να υπάρξει ως επίλογος της ημέρας του. Το άνοιγμα της ψυχής από δύο παιδιά γεμάτα ζωή και ελπίδα, να υμνούν με τον δικό τους σύγχρονο τρόπο την Παναγία και να ξεπλέκουν το μίτο της προσωπικής τους σχέσης. Μιας σχέσης που τις περισσότερες φορές είναι η σχέση του κάθε ανθρώπου με την Πλατυτέρα των Ουρανών. Δεν ήταν η πρώτη φορά που γινόταν μάρτυρας αυτής της αγάπης στην Παναγία. Όπου κι αν βρέθηκε, σε μεγάλα ή μικρότερα προσκυνήματα αφιερωμένα στη Χάρη της , είδε νέους ανθρώπους με δάκρυα στα μάτια να γονατίζουν μπροστά της και να γίνεται η προσευχή τους θυμίαμα εύοσμο προς το Ουράνιο θυσιαστήριο.

«Να έχετε πάντα αυτή την ειλικρινή σχέση με την Παναγία μας, παιδιά μου, και να είστε σίγουροι ότι δεν πρόκειται ποτέ να σας προδώσει. Είναι κοντά μας, ακόμη κι όταν εμείς νομίζουμε πως δεν την έχουμε ανάγκη, ή ακόμη και όταν εμείς την έχουμε ξεχάσει. Έτσι είναι η μάνα. Πονάει με το κακό, χαίρεται με το καλό. Μακάρι η ζωή μας να είναι γεμάτη από την ευλογημένη παρουσία της. Πόσα και πόσα δεν μας μαθαίνει με την παρουσία της πάνω στον κόσμο. Παιδί ακόμη κι έγινε δοχείο της χάριτος του Θεού. Έκανε υπακοή στο θέλημα του Θεού , χωρίς ίσως και η ίδια να το κατανοεί. Είχε όμως εμπιστοσύνη στο Θεό. Ίσως αυτή την εμπιστοσύνη που μας λείπει σήμερα. Νομίζουμε πως εμείς μπορούμε να τα καταφέρουμε καλύτερα από το Θεό. Τα αποτελέσματα τα βλέπετε σε όλα τα επίπεδα της ζωής μας. Όμως και η καρτερία και η σιωπή της κάτω από το Σταυρό του μονάκριβου της παιδιού κι αυτό μάθημα είναι για όλους μας. Παραδομένη ολοκληρωτικά στο θέλημα του Θεού και στο μυστήριο της θυσίας του θεανθρώπου».

Ο λόγος του ιερέα, ήρεμος και γαλήνιος, είχε γίνει ένα με το απαλό καλοκαιρινό αεράκι που ερχόταν και δρόσιζε τα πρόσωπα μα και τις ψυχές της Ελένης και του Άλκη. Έστρεψαν τα μάτια τους προς την εικόνα και είδαν τα μάτια της Παναγίας να τους μεταγγίζουν μια βαθιά πίστη που πρώτη φορά ένιωθαν, λες και τους είχε βάλει μέσα στην αγκαλιά της για να τους προστατέψει από κάθε τι κακό. Η ώρα της προσωπικής συνάντησης με τον Κύριο είχε έρθει για τα δύο αυτά παιδιά. Ποιος άλλος θα μπορούσε να τους οδηγήσει κοντά Του, παρά μόνο εκείνη που την είπαν και Παναγία Οδηγήτρια;

Λίγες μέρες αργότερα, ανήμερα της Παναγίας, στέκονταν πάλι δίπλα-δίπλα μπροστά στον ιερέα, παραδομένοι στη ζεστασιά του Θεού της αιώνιας αγάπης. «Τό Σώμα καί τό αἵμα τοῦ Χριστοῦ, εἰς ἂφεσιν σου ἀμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον. Ἀμήν».

π. Ιουστίνος Κεφαλούρος

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2008

«Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ»
Στην Εκκλησία μας μία από τις κορυφαίες εορτές είναι η κατά σάρκα Γέννηση του Κυρίου και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού. Είναι εορτή χαρμόσυνη, γιατί αποτελεί σταθμό στην ιστορία του ανθρώπινου γένους. Πριν δηλαδή γεννηθεί ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, κυριαρχούσε το σκοτάδι της αμαρτίας και της φθοράς σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Οι άνθρωποι ζούσαν στην άγνοια και την αποστασία. Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, ο Θεός έστειλε τον Υιό Του τον μονογενή να λάβει ανθρώπινη σάρκα για να δώση στον άνθρωπο την δυνατότητα να γίνη Θεός κατά χάριν.
ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥΣτο κέντρο της εικόνας δεσπόζει η μορφή της Παναγίας Θεοτόκου, που είναι το κύριο πρόσωπο της παρούσας εορτής. Τυλιγμένη σεμνά στο κόκκινο μαφόριό της, στέκεται γονατιστή σε στάση ευλαβείας και απορίας συγχρόνως, με τα χέρια στο στήθος σταυρωμένα. Απορεί για τον τρόπο τον ανέκφραστο της Γεννήσεως και ατενίζει με ευλάβεια και δέος «το βρέφος το τεχθέν». Την κεφαλή της περιβάλλει φωτοστέφανο και το μαφόριό της είναι στολισμένο με τα τρία άστρα, που είναι σύμβολα της αειπαρθενίας της (προ τόκου, εν τόκω και μετά τόκον Παρθένος). Το σπήλαιο στο κέντρο είναι σκοτεινό. Ο αγιογράφος μ' αυτόν τον τρόπο θέλει να δηλώσει ότι πριν από την Γέννηση του Θεανθρώπου, όλη η ανθρωπότητα ήταν στο σκοτάδι της άγνοιας και της ειδωλολατρίας. Ένα άστρο από τον ουρανό, ρίχνει το πλούσιο και λαμπρό φως του μέσα στο σπήλαιο. Είναι το φως της Θείας Χάριτος, γι αυτό και διακρίνεται στο κέντρο του ένας μικρός φωτεινός σταυρός.Μέσα στη φάτνη, πάνω στο λευκό λίκνο κάθεται ο Χριστός σαν βρέφος, τυλιγμένο σε λευκά σπάργανα. Την κεφαλή Του περιβάλλει φωτοστέφανο, σύμβολο της Θεότητός Του. Δύο ζώα, ένας όνος και ένα βόδι, βρίσκονται κοντά Του, συμβολίζοντας την αλογία των εθνών, και προσφέροντας την θαλπωρή της παρουσίας τους. Ταυτόχρονα ο αγιογράφος υπενθυμίζει στον θεατή ότι πρέπει να φανεί φρονιμότερος των αλόγων ζώων, με την ευγνωμοσύνη του προς τον ενανθρωπήσαντα Κύριο και Θεό.Έξω από την φάτνη και δεξιά στέκεται Άγγελος Κυρίου που έχει την χείρα εκτεταμένη και ομιλεί με τον βοσκό μεταφέροντάς του το χαρμόσυνο μήνυμα της Γεννήσεως του Χριστού. Πλησίον άλλος βοσκός καθιστός παίζει φλογέρα και ελκύει τα πρόβατα που τον περιστοιχίζουν. Στο επάνω αριστερό μέρος της εικόνας πλήθος Αγγέλων σε στάση κινήσεως, άλλοι βλέπουν προς το φωτεινό άστρο και άλλοι προς τους έφιππους Μάγους, που εικονίζονται ακριβώς από κάτω με πορεία προς το σπήλαιο, για να προσκυνήσουν τον γεννηθέντα Βασιλέα Χριστό, και να του προσφέρουν τα πολύτιμά τους δώρα.Στο κάτω αριστερό μέρος της εικόνας, ο γέροντας σε ηλικία και σύνεση Ιωσήφ, κάθεται πολύ σκεφτικός, διαλογιζόμενος το θαυμαστό και παράδοξο γεγονός. Δίπλα στον Ιωσήφ στέκεται ένας βοσκός με την πλούσια κάπα του και στηρίζεται σε μια μεγάλη ράβδο. Κατά τους ερμηνευτές, πρόκειται για τον κοινό έχθρό διάβολο, με μορφή ανθρώπου - βοσκού, που σπέρνει λογισμούς αμφιβολίας στον Ιωσήφ, για να του θολώση την εμπιστοσύνη στην Παρθένο Μαρία, της οποίας ανέλαβε την κηδεμονία.Η θέση του Ιωσήφ, στην άκρη της παράστασης και σε ικανή απόσταση από την φάτνη, το βρέφος και την Μητέρα του, είναι η πλέον σωστή και εύλογη, αφού αυτός δεν έχει ουσιαστική σχέση με το γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού.Στο κάτω δεξιό μέρος της εικόνας, δύο γυναίκες - μαίες, βοηθούν στην περιποίηση του νεογέννητου βρέφους. Η μία χύνει νερό στη λεκάνη, και η άλλη με το ένα χέρι δοκιμάζει την θερμότητά του και με το άλλο κρατεί τον Χριστό με σκοπό να τον πλύνει, όπως γίνεται πάντοτε μετά την γέννηση ενός παιδιού.Την εικόνα στολίζουν στοιχεία της φύσεως, όπως δένδρα και διάφορα φυτά της γης, που εικονίζονται διάσπαρτα για να θυμίζουν ότι όλη η κτίση συμμετείχε στο μεγάλο γεγονός της Γεννήσεως του Σωτήρα Χριστού.Όπως πολύ ωραία λέει ο υμνωδός: «Τι να σου προσφέρωμε Χριστέ, επειδή για χάρη μας εφάνηκες στη γη σαν άνθρωπος; Κάθε ένα από τα δημιουργήματά σου, την ευχαριστία σου προσφέρει˙ οι Άγγελοι τον ύμνο˙ οι ουρανοί τον αστέρα˙ οι Μάγοι τα δώρα˙ οι ποιμένες το θαύμα˙ η γη το σπήλαιο˙ η έρημος τη φάτνη˙ και εμείς (οι άνθρωποι) την Παρθένο Μητέρα σου. Διά τούτο, Θεέ προαιώνιε, ελέησε μας».«Η Γέννησίς Σου Χριστέ, ο Θεός ημών, ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο, Σε προσκυνείν τον Ήλιον της Δικαιοσύνης και Σε γινώσκειν εξ ύψους ανατολήν Κύριε δόξα Σοι».